Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2023

Η «Επιστροφή στην Άµαξο» δείχνει το δρόµο της περισυλλογής. Μας καλεί να
συµφιλιωθούµε µε τη φύση και την αγροτική ζωή. Να επανεκτιµήσουµε την αξία των
αγαθών της αποφεύγοντας την σπατάλη τους. Να επανακοινωνικοποιηθούµε. Να
νοιώσουµε την αγάπη της φύσης προς εµάς, να νοιώσουµε τον (εκ)παιδευτικό ρόλο της
και να καταλάβουµε ότι η αγάπη µας προς τη φύση δεν είναι απλά ανταποδοτική. Η
αγάπη της φύσης προς εµάς είναι πολλαπλάσια της δικής µας αρκεί να της το δείξουµε.
Αντώνης Ν. Ανδριώτης
Καλοκαίρι 2012
ΥΓ. Το µεγαλύτερο µέρος του βιβλίου αυτού δηµοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό
«Πλωµαρίτικοι Αντίλαλοι» την περίοδο 2008-2013 (τεύχη 220 και εξής).

Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 5
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Η Άµαξος του χτες και του σήµερα
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 6
Γενική περιγραφή
Η Άµαξος είναι µια αγροτική περιφέρεια του ∆ήµου Πλωµαρίου Λέσβου περίπου στο
έννατο µε δέκατο χιλιόµετρο του εθνικού δρόµου Πλωµαρίου-Ακρασίου, λίγο πιο πέρα
από τον «Καλόγερο» και λίγο πιο πριν «απ τ Λουβιάρ του Πεύκου», κοντά στη
διασταύρωση του εθνικού δρόµου προς το Παλαιοχώριον. Είναι ακριβώς ένα µέρος της
λαγκαδιάς που ανδρώνεται µε παραχειµάρους και ρυάκια που ξεκινούν από τη «Βέρση»,
«τα Φλίππια» και το Μεγαλοχώρι και καταλήγει στη Μελίντα. Η ίδια λαγκαδιά αµέσως
µετά την Άµαξο παίρνει το όνοµα «Κάτω Άµαξος» για να συνεχίσει δίπλα από το
Παλαιοχώρι και να καταλήξει στη θάλασσα της Μελίντας όπου και θα εναποθέσει τη
πρώτη ύλη που θα την σµιλεύσει µε υποµονή το Αιγαιπελαγίτικο κύµα και στη συνέχεια
θα την παραδώσει στην παραλία της σαν πολύχρωµο, λείο και λαµπερό χαλικάκι για να
την στολίσει για µια ακόµη φορά και να επουλώσει τις πληγές της από τυχόν παράνοµες
αµµοληψίες ...
Από το πανηγύρι του Άη-Στάθη στην Άµαξο.
Πλησιάζοντας µε το αυτοκίνητο στην Άµαξο, αντικρύζεις από µακριά το εκκλησσάκι του
Αγίου Ευσταθίου, τον «Άγιο Στάθη», να δεσπόζει απ την απέναντι πλευρά της
λαγκαδιάς που είναι σε απόσταση µικρότερη από τα εκατό (100) µέτρα από το µέρος
όπου ήταν παληότερα το καφενεδάκι της Άµαξος. Το εκκλησάκι αυτό είναι αφιερωµένο
και στη χάρη των Παµµεγίστων Ταξιαρχών, Μιχαήλ και Γαβριήλ, και οι παληότεροι το
θυµούνται σαν το εκκλησάκι των Ταξιαρχών. Το εκκλησάκι όµως αυτό ήταν πολύ
ερειπωµένο και ετοιµόρροπο. Γι αυτό, γύρω στα 1957-8, οι παραθερίζοντες στην Άµαξο
(µε πρωτεργάτες τον Ιωάννη Λούπο, πρώην πρόεδρο της κοινότητας Παλαιοχωρίου, τον
πατέρα µου, τον Μανώλη Πιτσιλαδή, τον Γιάννη Τραγάκη, τους αδελφούς Κουτλή και
άλλους1) αποφάσισαν να το ξανακτίσουν εκ θεµελείων. Σ αυτό συνέβαλε αποφασιστικά
η γενναία δωρεά και οικονοµική ενίσχυση από τον Ελληνοαµερικανό Ιωάννη Βαρτή2.
Συγχρόνως όµως σκέφτηκαν ότι θάταν καλό να επισφραγίζουν την παραθεριστική τους
1 Ζητώ συγνώµην για παραλείψεις ονοµάτων. Με ευχαρίστηση θα δεχόµουν στοιχεία που διαφεύγουν και
της γνώσης και της µνήµης µου.
2 ∆υστυχώς δεν γνωρίζω περισσότερα για το µέγεθος της δωρεάς του Ι.Βαρτή.
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 7
περίοδο µε ένα πανηγύρι ευχαριστίας και ευχής στο Θεό για το «και του χρόνου».
∆ιάλεξαν, λοιπόν, να γιορτάζουν το εκκλησάκι
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 7
περίοδο µε ένα πανηγύρι ευχαριστίας και ευχής στο Θεό για το «και του χρόνου».
∆ιάλεξαν, λοιπόν, να γιορτάζουν το εκκλησάκι στο τέλος της περιόδου της «εξοχής»
των, που συνέπιπτε για τους περισσότερους µε το άνοιγµα των δηµοτικών σχολείων στις
20 Σεπτεµβρίου. Και έτσι αφιέρωσαν το εκκλησάκι και στην χάρη του Αγίου Ευσταθίου
που γιορτάζει στις 20 Σεπτεµβρίου. Για τις ανάγκες της ανέγερσης του ναού
«κατέβασαν» νερό (δωρεά του ιδιοκτήτου του κτήµατος, Ι.Λούπου) από το εσωτερικό
του κτήµατος όπου έκειτο το εκκλησάκι και στη συνέχεια µε το νερό αυτό υδροδότησαν
µια δηµόσια βρύση που κατασκεύασαν δίπλα στο εκκλησάκι επί του εθνικού δρόµου. Η
βρύση αυτή, εφοδιασµένη µε συλλεκτήρα νερού γουρνέλ») για το πότισµα των ζώων,
ήταν τόπος δροσιάς για ανθρώπους και ζώα από τότε µέχρι σήµερα. Για την ανέγερση
του ναού θυµάµαι ότι υπήρξε συγκινητική η συνδροµή όλων των παραθεριστών και ότι
τις εικόνες του τέµπλου φιλοτέχνησε ο τότε παππάς του Ακρασίου Βερβέρης πατέρας
του µετέπειτα παπά υιού-Βερβέρη. Περιττό δε να σας πω ότι ο πρώτος εορτασµός στις 20
Σεπτεµβρίου του 1958 (χρονιά που τέλειωσε το χτίσιµο και η διακόσµηση) ήταν
πράγµατι ασυνήθιστα λαµπρός.
Από την λαγκαδιά της Άµαξος (κοντά στον Αη Αντύπα).
Πριν φθάσεις στη «στροφή της Ρουτζίνας», περί τα εκατό (100) µέτρα, και στη πλαγιά
του λόφου απ το δεξί σου χέρι, είναι το εξωκκλήσι του Αγίου Ιωάννου του Προδρόµου
που εορτάζει στις 29 Αυγούστου. Το εκκλησάκι αυτό συνδέεται πολύ µε την οικογένεια
του παππού µου Αντώνη . Μαµάκου, µε συγγενείς και απογόνους του, οι οποίοι µέχρι
σήµερα και µε τη συνδροµή κι άλλων Πλωµαριτών φροντίζουν για τις τρέχουσες
ανάγκες του εξωκκλησιού (επιχρίσµατα, επιδιόρθωση κεραµιδιών, καθαρισµό, κλπ).
Προσπερνώντας τον Άγιο Γιάννη, και ακριβώς στη «στροφή της Ρουτζίνας», αφήνεις τον
εθνικό δρόµο και µε το αυτοκίνητο συνεχίζεις δεξιά στον αµαξιτό (πια τώρα)
χωµατόδροµο ακολουθώντας την κατεύθυνση µιας παλιάς επιγραφής «Προς Παναγία
Αηδονιάτισα», που σε οδηγεί στο οµώνυµο παρεκκλήσι, την Παναγιά την Αηδονιάτισα.
Είναι κτισµένο στο δεξί µέρος της λαγκαδιάς (ανεβαίνοντας την κοίτη του χειµάρου)
απέναντι από την απαρχή του ηµιονικού δρόµου προς την «Καλόφαγ». Το εκκλησάκι
είναι αφιερωµένο στο Γεννέσιον της Θεοτόκου και εορτάζεται στις 8 Σεπτεµβρίου.
Φρουρός του ακίµητος το πανύψηλο κυπαρίσσι του που ορθώνεται µπροστά στη πόρτα
του µε συντροφιά ένα µεγαλόσωµο και ευσκιόφυλλο πρίνο που χαρίζει την ανάλαφρη
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 8
σκιά του τις καυτές µέρες του καλοκαιριού. Το κυπαρίσσι της Παναγιάς ήταν το σηµάδι
µας, µια και είναι ευδιάκριτο από τις γύρο βουνοπλαγιές. Ήταν ακόµη τόπος συνάντησης
της πιο ώριµης παραθερίζουσας νεολαίας που µαζεύετο εκεί για να προγραµµατίσει τις
πιο απίθανες δραστηριότητες. Από την αναρρίχηση στο κυπαρίσσι (παρά τις
προειδοποιήσεις ότι σ αυτό φώλιαζε ένα «ατσίδ»), το κυνήγι µε τις σφεντόνες της
«αλαµάνας», των κολυφάδων και των κεφαλάδων, το ψάρεµα στο ποτάµι µε απόχες και
καµάκια καµωµένα από παληά πηρούνια δεµένα σε καλάµια, το µάζεµµα καβουριών του
ποταµού, µέχρι την συγκρατηµένη επιδροµή στις κατάφορτες µουριές για ξεγάνιασµα
και παιχνίδι µε µουρο-βαψίµατα.
Άνοιξη στη Άµαξο: «Κλώσσες και παπαρούνες».
Ο χωµατόδροµος συνεχίζει δίπλα στη δροσερή λαγκαδιά µε τα κισσόπλεκτα πλατάνια,
τους βάτους, τις λυγαριές, τις λεύκες και τις καρυδιές για να σε φέρει σε ένα άλλο
εκκλησάκι, του Αγίου Αντύπα ή όπως είναι γνωστό στους Αµαξιώτες, του «Άγιου
∆οντά». Το εξωκκλήσι αυτό µέχρι πρόσφατα είχε αγέρωχο παραστάτη του ένα
πανύψηλο πεύκο που του άρεσε να τα βάζει µε τους κεραυνούς και τους αέρηδες. Γι
αυτό και κάθε χρόνο τον βλέπαµε χτυπηµένο και λαβωµένο από τους κεραυνούς που
τους ήλκυε σαν µαγνήτης. Με τα χρόνια όµως, τα κτυπήµατα αυτά τον αποδυνάµωσαν
µε αποτέλεσµα πριν δυο χρόνια να σπάσει ένα µεγάλο κοµµµάτι του και να
καταπλακώσει και ισοπεδώσει το µικρό εκκλησάκι χωρίς ευτυχώς ανθρώπινα θύµατα.
Είναι παρήγορη και άξια συγχαρητηρίων η άµεση κινητοποίηση των Πλωµαριτών και
των Μεγαλοχωριτών µε επί κεφαλής τον παππά ∆ηµήτρη Βούρο και τους επιτρόπους
των εκκλησιών του Μεγαλοχωρίου που κατόρθωσαν να µαζέψουν τα απαιτούµενα
χρήµατα και να ξαναφτειάξουν το εξωκκλήσι αυτό. Θάτανε µεγάλη παράλειψή µου να
µην αναφέρω ακόµη και το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια ανώνυµοι και επώνυµοι
προσκυνητές έχουν φροντίσει για την ανακαίνιση και τοιχογράφηση του Αη Στάθη και
της Παναγιάς της Αηδονιάτισας κάνοντας τα ξωκκλήσια αυτά σωστά στολίδια της
περιοχής και αέναη δέηση και ευχαριστία στον Ύψιστο. Για την ιστορία αναφέρω ότι τα
εξωκκλήσια του Αγίου Αντύπα και της Παναγίας της Αηδονιάτισας διοικητικά ανήκαν
στην περιφέρεια Μεγαλοχωρίου, το εξωκκλήσι του Αγίου Ευσταθίου στην περιφέρεια
Πλωµαρίου και το εξωκκλήσι του Αη Γιάννη (όπως µου έλεγε ο ∆ηµήτρης Ι. Κουτλής)
στην δικαιοδοσία της περιφέρειας της Κουρνέλλας.
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 9
Το καφενεδάκι της Ρουτζίνας
Κεντρικό σηµείο αναφοράς της περιοχής της Άµαξος (όπως και κάθε αγροτικής
τοποθεσίας παληότερα) ήταν το υπαίθριο καφενεδάκι της, που βρισκόταν πάνω στη
«στροφή της Ρουτζίνας», δίπλα στη κοίτη του χειµάρου αυτής της λαγκαδιάς, στο σηµείο
ακριβώς όπου τελειώνει η κατηφοριά που ξεκινά «απ του Σιλάδ» και αρχίζει η ανηφοριά
για «του Λουβιάρ». Το καφενεδάκι ήταν στηµένο στη σκιά µια καρυδιάς και µιας µικρής
«φρίτζας» και στο µέσα µέρος, στην αγκαλιά, της στροφής του δρόµου, στο τέλος ενός
ευρύχωρου «σέτι» (πεζούλας) µε «αστρακωµένο» το χωµατερό του δάπεδο από το
συνεχές ποδοπάτηµα, το σκούπισµα και το κατάβρεγµά του από τα υπολείµµατα νερού
των ποτηριών των πελατών. Στρωµµένοι µε καθαρά υφαντά της Αµαξιώτικης κρεββατής,
στο έξω µέρος της πεζούλας, δύο πάγκοι καµωµένοι από ξύλα καστανιάς, καρφωµένοι σε
πασαλάκια µπηγµένα στο χώµα και υποστηριζόµενοι από το κορµό της καρυδιάς και από
πέτρινα καλοασβεστοµένα υποστηλώµατα καθώς και τρία τραπέζια (δύο ξύλινα κι ένα
µεταλλικό) στολισµένα πάντα µε αυτοσχέδια ανθοδοχεία γεµάτα φρεσκοκοµµένο
ευωδιαστό βασιλικό και λουλούδια από τον µπαχτσέ του καφετζή, αποτελούσαν τα
βασικά έπιπλα του καφενείου. Τα συµπλήρωναν λίγες «αναπαυτικές» πάνινες και άλλες
λίγες χόρτινες καρέκλες και το όλο σκηνικό πλαισιώνετο µε το τζάκι, και τον
αυτοσχέδιο νιπτήρα αποτελούµενο από ένα κρεµαστό µεταλλικό ντεπόζιτο-βρυσάκι
δίπλα σε ένα υπερυψωµένο καθαρό ξύλινο πάγκο που χρησίµευε για πιατοθήκη και
ποτηροθήκη.
Το καφενεδάκι ήταν τόπος συνάντησης όλων των παραθεριστών της περιοχής, των
κυνηγών και διερχοµένων. Που καθόντουσαν να πιούν ένα κρύο νερό, φρεσκοφερµένο
από την παραδίπλα «µάννα» ή από το δροσερό λαγήνι της «κυρά ∆έσποινας» της
γυναίκας του κυρ-Γιάννη (του «Μπιζίρ») του καφετζή. Που καθόντουσαν οι άντρες να
περάσουν την ώρα τους αναπωλώντας τις ιστορίες τους όπως αυτές που βίωσαν «στο
στρατό», στις µάχες της Κορέας3 στις οποίες είχαν πάρει µέρος όπως και ο γιος της
∆έσποινας, ο Αντώνης Κουτλής. Να αναθυµηθούν τις διασωστικές επιχειρήσεις στη
Σαντορίνη στις οποίες συµµετέσχον ως φαντάροι που βρέθηκαν εκεί για τον καθαρισµό
της από τη λάβα και τις στάχτες στις οποίες θάφτηκε µετά την τελευταία έκρηξη του
ηφαιστείου του 1950 και το σεισµό του 1956. Που καθόντουσαν να πούν τις κυνηγετικές
τους επιτυχίες, για το πού έβγαλαν ορτύκια, πού λαγό και πού τις πέρδικες, οι οποίες
κυριολεκτικά τους προκαλούσαν µε τα απογευµατινά κακαρίσµατα τους από τις γύρω
πλαγιές (το «Μάλι», τα «Γυαλιά», το Καλόγερο, τη «Συκιά» κλπ κλπ). Που
υπερηφανεύονταν για τα πρώϊµα κηπευτικά τους, τις αλίπαστες και νοστιµώτατες
ντοµάτες τους, τα δροσερά φασολάκια τους, έτοιµοι να προσβληθούν όταν καχύποπτοι
της παρέας απέδιδαν τη κηπευτική τους επιτυχία και παραγωγή στη χρήση µιασµάτων,
όπως χαρακτήριζαν τότε τα λιπάσµατα !!
Στο καφενεδάκι κατεβαίναµε κι εµείς τα πιτσιρίκια για να πάρουµε ή να στείλουµε
µηνύµατα αλλά προ παντός για να δούµε να περνούν το φορτηγό «Μισούρι», το µικρό
λεοφωρείο της γραµµής Πλωµαρίου-Παλαιοχωρίου-Ακρασίου, και το µοναδικό ταξί του
Παλαιοχωρίου, που εκτελούσαν την «επιστροφή» του µοναδικού ηµερήσιου
3 Ο πόλεµος ξέσπασε στις 25 Ιουνίου του 1950 και η Ελλάδα συµµετέσχε µε ένα τάγµα πεζικού και µε ένα
σµήνος µεταφορών.
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 10
δροµολόγιού τους. Ξέραµε την ώρα που θα περνούσαν. Γνωρίζαµε το άκουσµα της
µηχανής των και περιµέναµε υποµονητικά να τα δούµε να περνούν, να τρέξουµε ξοπίσω
τους, να λουστούµε τη καπνιά της εξάτµισής τους ανάκατη µε τη σκόνη του δρόµου.
Είχαµε µάθει να γνωρίζουµε και τα σηµάδια των ελαστικών τους που τα άφηναν στο
πέρασµά τους πάνω στο παχύ χώµα της µεγάλης στροφής, γύρω από το καφενεδάκι, σαν
σηµάδι για µας, για να µαθαίναµε άν είχαν περάσει πριν προφθάσουµε να κατέβουµε εκεί
για την προϋπάντησή τους.
Σπάνια τα χρησιµοποιούσαµε τα µέσα αυτά της συγκοινωνίας. Οι πιο πολλοί, για να µη
πω όλοι, είχαµε ιδιόκτητα µέσα µεταφοράς, τα µουλάρια µας και τα γαιδουράκια µας.
Και τούτο γιατί τα σπίτια µας ήταν µακριά από τον αµαξιτό δρόµο και τη µόνη
πρόσβαση που είχαµε προς το καφενείο ήτανε από ηµιονικά δροµάκια. ∆εν είχε κάν
συνειδητοποιηθεί τότε η µάχη που άρχιζε για την αντικατάσταση των ζώων από τα
αυτοκίνητα. Ίσως γιατί η απαιτούµενη διάνοιξη των αµαξιτών δρόµων είχε κατά πολύ
καθυστερήσει στην περιφέριά µας και η χρήση του αυτοκινήτου φαινόταν ακόµα σαν
άπιαστο όνειρο. Ήταν βέβαια και ο λόγος που τα ζώα ήταν πολύ οικονοµικώτερα από τα
πετρελαιοκίνητα µέσα. Οικονοµικοί ήταν επίσης και οι λόγοι που η µεταφορά
εµπορευµάτων από το Πλωµάρι προς Παλαιοχώρι, Μπουρό (Νεοχώριον), Ακράσι και
Αµπελικό γινόταν µε ζώα (µουλάρια κυρίως) ολογυρίς το χρόνο. Ποιος δεν θυµάται την
Βαρβάρα απο το Παλαιοχώρι ή τον Παναγιώτη Κουτλή, αγωγιάτη (µεταφορέα) από το
Ακράσι (γνωστό µε το παρατσούκλι του, «Τσλιακό»), που κάθε πρωΐ κατέβαινε µε τα
ζώα του στο Πλωµάρι και κάθε απόγευµα επέστρεφε µε τα πόδια και µε βαρυφορτωµένα
τα υποζύγιά του στο Ακράσι; Ήταν ο τελευταίος µακρινός ταξιδευτής της ηµέρας που
ξαπόσταινε στο µικρό καφενεδάκι της Άµαξος µια-δυο ώρες περίπου πριν τη δύση του
ήλιου για να πάρει δυνάµεις και να ολοκληρώσει για µια ακόµη µέρα τα δεκα-επτά
χιλιόµετρα της απόστασης Πλωµαρίου-Ακρασίου. Οι τελευταίοι περαστικοί του
καφενείου ήταν οι τεχνίτες και οι εργάτες που δούλευαν στα γύρω κτήµατα και τις
παραθεριστικές κατοικίες, τους «πύργους» της περιοχής. Είχαν ρολόϊ τους τον ήλιο και
µε τη δύση του επέστρεφαν µε τα γαιδουράκια τους στα νοικοκυριά τους. Ηταν η εποχή
που έπρεπε να φτειαχτούν κεραµίδια, να επιδιορθωθούν σάπια κουφώµατα, µπαλκόνια
και οροφές, να επιδιορθωθούν οι «πεζούλες» και τα ντουβάρια µε πέτρες γερές από το
ποτάµι, οι συρµατοφράκτες µε νέους πασάλους ξύλινους και αγκαθωτό σύρµα. Ήταν η
εποχή που καθώς περπατούσες από το καφενείο προς τον Άγιο ∆οντά κατά την διάρκεια
της ηµέρας, άκουγες να αντιλαλούν στη λαγκαδιά τα σφυριά καθώς σµίλευαν την πέτρα,
άκουγες τα καρφώµατα µε τα σκεπάρνια και τα κτυπήµατα της «βαρειάς» και πού και
πού τα σφυρίγµατα και κελεύσµατα «ντέ βρε», «ντέ έρµου», «όξου γεια» των
καβαλλάρηδων προς τα υποζύγιά τους. ∆έν έλειπαν όµως τα ξεφωνητά και τα
ακούσµατα τραγουδιών από τις καθισιές και τα «πυργέλια» που φιλοξενούσαν κοπέλλες
της παντρειάς ή και λίγο νεώτερες.
Καταγραφή παραθεριστών
Καθώς προχώραγες από το καφενεδάκι προς την Παναγιά την Αηδονιάτισα, στο δεξί σου
χέρι ήταν το εχοχικό του Παναγιώτη και της Μαρίτσας Παλαιολόγου µε γείτονάς τους
τον Παναγιώτη Παντελλέλη (γνωστό κυρίως µε το παρατσούκλι « ι Παναγιώκς του
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 11
Φραντζισκέλ») και την οικογένεια του οµογενή Γιάννη Καµπάνη, που όπως µου έλεγε
και ο ίδιος είναι ένας γνήσιος Αµαξιώτης. Ήταν για µένα πόλος έλξης η καθισιά των
Παλαιολόγου γιατί έβρισκα εκεί πάντα πρόθυµους τον Γιάννη και το Γιώργο
Παλαιολόγο να µου φτειάξουν ένα καραβάκι από «πέϊκα» (φλοιό του πεύκου) µε κατάρτι
από «ασπόρδελο», να το αρµατώσουν και να δοκιµάσουν την πλεύση του στη
«χαβούζα» (ανοικτή δεξαµενή νερού) του κήπου τους.
Το εκκλησάκι της Παναγιάς της Αηδονιάτισας είναι µέσα στο κτήµα του ∆ηµητρίου
Ραφτέλη απόγονοι του οποίου (όπως η Παπαδούλα Ραφτέλη-Βουνατσή) συνεχίζουν
σήµερα την φροντίδα για τον καλλωπισµό και την συντήρηση του παρεκκλησίου που
είχαν ξεκινήσει οι παληότεροι µεταξύ των οποίων πρωτεύοντα ρόλο είχε η Μαρία
Παπουτσάνη. Λίγο πιο πάνω από το ξωκκλήσι της Παναγιάς και αρκετά ψηλά στη
πλαγιά, από το αριστερό χέρι, ήταν η πολυπληθής καθισιά του ελαιοεκτιµητού Γιάννη
Τραγάκη Χήρα») πού είχε και «µπαχτσέ» δίπλα στη κοίτη του χειµάρου. Εκεί πέρναγε
πολλές ώρες ποτίζοντας τον µπαχτσέ του αντλώντας µε µια χειροκίνητη αντλία νερό από
ένα µικρό πηγάδι σκαµµένο στη άκρη της κοίτης βοηθούµενος πάντα απο τους γυιους
του, τον Μανόλη και τον Παναγιώτη.
Με το που προσπέρναγες τον µπαχτσέ του κυρ-Γιαννη, αριστερά, ψηλά στη πλαγιά του
λόφου, αντίκρυζες «τα µάρµαρά µας», το πάνω όριο του κτήµατός µας, να σε
καλοσωρίζουν ηγεµονικά. Το κτήµα µας ήταν περίπου στό µέσο της απόστασης που
χωρίζει την Παναγιά την Αηδονιάτισα και τον Άγιο Αντύπα, στην αριστερή πλευρά της
λαγκαδιάς καθώς ανέβαινες την κοίτη του λαγκαδιού, απέναντι από την απαρχή του
ηµιονικού δρόµου που σε έβγαζε στις Σπίθες και στο Κρυονέρι. Εδώ είχαµε και τον
«πύργο» µας όπου περνούσαµε κοντά δυο µήνες κάθε καλοκαίρι, Αύγουστο και
Σεπτέµβριο. Πάνω από το κτήµα µας ήταν η καθισιά του Μανόλη και της Μαρίας
Πιτσιλαδή, γονέων του Γαβρήλου, του δεινού κυνηγού, που αλώνιζε µε την µικρή του
«µπρουστουγεµή» όλα τα γύρω βουνά κυνηγώντας κάθε πετούµενο. Όταν ο Γαβρήλος
περνούσε από τον πύργο µας, χαρά µου ήταν να περιεργάζοµαι την «µονή»
(εικοσιοχτάρα ή τριανταδυάρα) µπρουστουγεµή του µε την οποία και θυµάµαι να έρριξα
την παρθενική µου τουφεκιά. Ήταν τότε που έπεισα τον πατέρα µου να µε αφήσει να
δοκιµάσω µια τουφεκιά, και η προετοιµασία άρχισε αµέσως. Έκοψα ένα χαρτονάκι από
ένα πακέτο τσιγάρων, δυσεύρετο τότε, καθώς οι πιο πολλοί αγόραζαν τσιγάρα χύµα, της
«κούτας», και το τοποθέτησα στο κορµό µιας ελιάς καµµιά εικοσαριά µέτρα µακρυά,
ενώ ο Γαβρήλος ετοίµαζε µια «αλαµανίσια» (µικρή) ριξιά. Με το κατέβασµα της
«αφάλης» και την τοποθέτηση του απαραίτητου καψυλίου τα πάντα ήταν έτοιµα ! ∆εν
φαντάζεστε τη χαρά µου, µετρώντας τα σκάγια που τρύπησαν το χαρτονάκι. Είχα πια
βαφτιστεί «κυνηγός» και µάλιστα καλός!
Πιο πάνω από το κτήµα που έµενε ο Εµµ.Πιτσιλαδής συναντούσες τον ηµιονικό δρόµο
για τα Φλίππια κοντά στα «Βρυσούδια», όπου υπήρχε δηµόσια βρύση µε συλλεκτήρα,
«γουρνέλ», για το πότισµα των ζώων. Σήµερα, το δροµάκι αυτό είναι µέρος του αµαξιτού
χωµατόδροµου που ξεκινά από τον «Πεύκο του Λουβιάρ» και καταλήγει στο
Μεγαλοχώρι. Ο δρόµος αυτός περνά κοντά (γύρω στα εκατό (100) µέτρα) από το
εξωκκλήσι του Άη Γιάννη του Προδρόµου (στα Φλίππια), στο πανηγύρι του οποίου στις
29 Αυγούστου, γινόταν τα µετέπειτα χρόνια αρχιερατική λειτουργία προεξάρχοντος του
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 12
µακαριστού Μητροπολίτου Χίου κυρού Χρυσοστόµου Γιαλούρη, ο οποίος
(ακολουθώντας παλιότερη συνήθεια του, της περιόδου πριν την εκλογή και ενθρόνισή
του ως µητροπολίτου) ερχόταν (ως αρχιµανδρίτης) σχεδόν κάθε καλοκαίρι για
ολιγοήµερες διακοπές στο πατρικό του κτήµα. Ήταν από τα µεγαλύτερα πανηγύρια της
περιοχής και µάζευε όλους τους γύρω παραθεριστές καθώς και πολλούς προσκυνητές
από το Μεγαλοχώρι αλλά προ πάντων από το Παλαιοχώρι. Θυµάµαι ότι ήταν τόσος ο
πανηγυριώτικος κόσµος, που είχε έντονο πρόβληµα πάρκινγκ ! Και φυσικά δεν µιλώ για
πάρκιγκ αυτοκινήτων, αλλά για πάρκιγκ υποζυγίων, δηλαδή για ένα δένδρο, µια ελιά,
όπου θα µπορούσες να δέσεις το ζώο σου και να το ξεσαµαρώσεις. Περιττό να πω, ότι
µετά τη θεία λειτουργία άρχιζε γλέντι τρικούβερτο µε ζωντανή µουσική, χορούς και
τραγούδια που κράταγε µεχρι αργά το απόγευµα.
Λίγο πριν τον Άη Γιάννη (στα Φλίππια) στα δεξιά του δρόµου (καθώς προχωρά κανείς
προς το εκκλησάκι) ήταν η καθισιά των οικογενειών Πρόβατου και Παπαπέτρου. Εδώ
παραθέριζε ο συνοµίληκος µου Σιδερής Παπαπέτρος µε την οικογένεια του όπως και ο
παππούς του ζωγράφος Πρόβατος στον οποίο θυµάµαι µ έστελνε ο πατέρας µου για να
φιλοτεχνήσει διάφορες πινακίδες που καθοδηγούσαν τους περαστικούς : «Προς Παναγία
Αηδονιάτισα», «Προς Άγιο Ιωάννη», «Προς Μεγαλοχώριον», κλπ, κλπ. Αριστερά του
δρόµου, και κοντά στην κορυφογραµµή του βουνού ήταν το πυργέλι του Παναγιώτη
Ντιβανή γνωστό ως «τ΄ Ντιβανή του ντάµ».
Συνεχίζοντας το δρόµο κατά µήκος της λαγκαδιάς της Άµαξος, µετά την διακλάδωσή του
µε τον ηµιονικό δρόµο προς στις Σπίθες και το Κρυονέρι, περνούσες από την πολυπληθή
καθισιά του ∆ηµήτρη Χριστέλλη, του ιεροψάλτου της Ευαγγελίστριας του
Παλαιοχωρίου (πατέρα των µετέπειτα και ιεροψαλτών Χρήστου και Μανόλη). Πιο πέρα,
κοντά στον Άγιο Αντύπα, απο την αριστερή πλευρά του δρόµου (ανεβαίνοντας τη κοίτη
του χειµάρου) ήταν το «πυργάκι» των Παρόληδων που υπήρξε πρόσκαιρη καθισιά του
∆ηµήτρη και της Ρηνούλας Σοφιανού και µετέπειτα του ∆ηµήτρη και της Γιασεµής
Κουτλή. Στο διπλανό κτήµα, δίπλα στον Άγιο Αντύπα ήταν το «πυργάκι» του ∆ηµητρού
και της Βασιλείας Aληγιάννη και αυτό του Αντώνη και της Μαρίας Αντωνάκα.
Στο πυργάκι των Παρόληδων µπορούσες να πάς και από ένα άλλο µονοπάτι που
ξεκινούσε από τον «πύργο» µας και διέτρεχε το βορειο-ανατολικό µέρος του κτήµατος
µας και συνέχιζε πλάϊ-πλάϊ στις πλαγιές της λοφοσειράς. Το µονοπάτι αυτό ήταν και ο
πιο σύντοµος δρόµος επικοινωνίας µεταξύ του δικού µας «πύργου» και του Αγίου
Αντύπα και περνούσε κάτω από τον πύργο και τον µπαχτσέ µιας άλλης πολυπληθούς
καθισιάς, αυτής των οικογενειών του Ιωάννη Κουτλή και αυτής του Νικόλα και της
Ζωής Μαυραγάνη µε παιδιά τον Κώστα τον Μανόλη και την Βενετία, την µετέπειτα
σύζυγο του Μιχάλη Κουτλή. Λίγο ψηλότερα στο βουνό και προς την κατεύθυνση προς
τα Φλίππια ήταν ο πύργος και ο µπαχτσές του Μιχάλη και της Αµερισούδας Κριτζά όπου
πήγαινα συχνά για να αγοράσω πρώϊµες αλίπαστες ντοµάτες, µελιτζάνες και φασολάκια.
Πιο µέσα από τον Άγιο Αντύπα, στη Βέρση έµενε η οικογένεια του Γεωργίου Στεργιανού
του µετέπειτα πεθερού του Μανώλη Τσαµπάνη. Στη ίδια περιοχή περίπου είχε την
καθισιά της και η Ειρήνη Ρηνέλ») Κουλουµέρη.
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 13
Η απαρίθµηση των παραθεριστών της Άµαξος δεν τελειώνει εδώ. Πριν από το
καφενεδάκι της Άµαξος (ερχόµενος από το Πλωµάρι) και λίγο πριν από το ψηλό της
γεφύρι, παραθέριζαν οι οικογένειες του Φραγκίσκου Ιωακείµ και του ∆ηµητρίου
Βουλγαρέλη. Επίσης, αρκετές οικογένειες έµεναν από την άλλη πλευρά της λαγκαδιάς,
πιο πέρα από τον Άγιο Στάθη προς τη µεριά του Παλαιοχωρίου. Εκτός από την
οικογένεια του Ι. Λούπου που προανέφερα, εδώ έµενε η οικογένεια του καπνοπώλου
∆ηµητρίου Μουτζουρέλη, η οικογένεια της Μεταξίας Καρµατζού, καί ίσως ακόµη
κάποιες άλλες οικογένειες τα ονόµατα των οποίων δυστυχώς δε θυµούµαι.
Ο ∆ηµήτρης Ιωάννου Κουτλής
Τα τελευταία χρόνια, δίπλα στον Άη Στάθη, ήταν η µόνιµη κατοικία του ∆ηµήτρη και
της Γιασεµής Κουτλή. Αυτή ήταν και η τελευταία επιλογή για τη µόνιµη διαµονή τους
ύστερα από από µια σύντοµη διαβίωση στη πόλη του Πλωµαριού. Και τούτο γιατί δεν
τον χωρούσε τον ∆ηµήτρη το Πλωµάρι. Τον τραβούσε η Άµαξο που τον δάµασε, η
Άµαξο όπου µεγάλωσε, όπου ανδρώθηκε και που κατάφερε να την δαµάσει και να την
ηµερώσει. Γιατί ο ∆ηµήτρης το αγάπησε το µέρος αυτό και σιωπηλά το συντηρούσε. Και
ιδιαίτερα την εποχή που έµεινε ο µοναδικός της φιλοξενούµενος. Από τότε που όλοι οι
Αµαξιώτες (όπως και οι πιο πολλοί Πλωµαρίτες) «σνοµπάρισαν» την «εξοχή» του
βουνού και σαν µαγεµένοι από τα θέλγητρα της θάλασσας, (κατα)στάλαξαν στις κοντινές
παραλίες ή και παρέµειναν αµετακίνητοι στο χειµερινό τους στέκι, στη πόλη του
Πλωµαριού. Σε τούτο συνέβαλε κι ο γενικός ξερριζωµός των Πλωµαριτών κατά την
δεκαπενταετία 1955-1970. Αλλά κι όσοι πάλι από τούς ξενητεµένους (της ηµεδαπής και
του εξωτερικού) κατόρθωναν να κλέψουν δεκαπέντε-τριάντα µέρες το καλοκαίρι και να
επισκεφτούν το Πλωµάρι, αποθαρρύνοντο πια να «ξανανοίξουν» την εξοχή τους στο
βουνό µια και ο λιγοστός χρόνος τους θα κατηναλώνετο µάλλον για την επισκευή του
εξοχικού τους παρά για ξεκούραση. Ήταν βλέπεις και τα έξοδα συντήρησης του
εξοχικού, που ήταν απαγορευτικά για τους άρτι ορθοποδίσαντες ξενητεµένους. Ακόµη
και το γρήγορο ανέβασµα του βιοτικού επιπέδου έδρασε καταλυτικά προς την
κατεύθυνση της απόρριψης της διαµονής στα «πυργέλια» του βουνού. Οι υποτυπώδεις
εγκαταστάσεις υγιεινής στα περισσότερα εξοχικά, η έλλειψη ηλεκτρικού ρεύµατος και
των ηλεκτρικών συσκευών (ψυγείο, πλυντήριο, ηλεκτρική κουζίνα και σκούπα,
ραδιόφωνο, γραµµόφωνο κλπ) στις οποίες είχε αρχίσει να συνηθίζει η Ελληνική
οικογένεια, φάνταζαν πια σαν ένα κακό όνειρο και η ζωή σ ένα «πυργέλι» του βουνού
φαινόταν να είναι προσιτή µόνο σε εκπαιδευµένους καταδροµείς. Και δεν ήταν µόνο
αυτό. Η έλλειψη δρόµων και το απρόσιτο της τιµής του αυτοκινήτου από τη µια, και το
γεγονός ότι ο ξενητεµένος είχε αποξενωθεί από την χρήση του ζώου από την άλλη,
έκαµαν αφ ενός µεν δύσκολη και δαπανηρή την πρόσβαση στα «πυργέλια» της εξοχής
και αφ ετέρου απέκλειαν τον ορεινό παραθεριστή από µια εύκολη πρόσβαση σε µια από
τις φανταστικές παραλίες της περιοχής και την δυνατότητα για ένα µπάνιο στη θάλασσα
χωρίς ταλαιπωρία. Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια έχουν µηδενισθεί τα βασικώτερα
µειονεκτήµατα των µεσόγειων περιοχών, ενώ η παράλληλη συµφόρηση των
παραθαλάσσιων έχουν στρέψει το ενδιαφέρον πολλών στην ανέγερση σύγχρονων
κατοικιών σε ορεινές περιοχές και κυρίως κατά µήκος του άξονα Πλωµαρίου-
Μεγαλοχωρίου.

Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 14
Κι όµως, ο ∆ηµήτρης Κουτλής, σε πείσµα των καιρών, αποφάσισε να µείνει στην Άµαξο,
χειµώνα καλοκαίρι, σνοµπάροντας όλες τις πολυτέλειες της σύγχρονης ζωής. Έµενε µε
τη Γιασεµή, που άξια τον φρόντιζε και συµµεριζόταν µαζί του τη φροντίδα των ζώων και
των µπαχτσέδων αλλά και το µάζεµµα της ελιάς. Ο ∆ηµήτρης, φρόντιζε την Άµαξο.
Φρόντιζε τα ηµιονικά µονοπάτια της, σαν να ήταν δικά του, για να µένουν πάντα
ανοικτά από τους βάτους, τους πρίνους τις αχλαδιές και τις τρικουτσιές, που κάθε χρόνο
επαναλάµβαναν την προσπάθειά τους να ξαπλωθούν στον ανοικτό χώρο των µονοπατιών
και να διεκδικήσουν την κυριαρχία των. Θυµάµαι τον ∆ηµήτρη, να περπατάµε στα
µονοπάτια της Άµαξος και της γύρω περιοχής, κι αν τύχαινε να έχει πάνω του ένα µικρό
τσεκούρι ή ένα βατοκόπτη βατοκόπο») στερεωµένο στη ζώνη του παντελονιού του, µε
το που έβλεπε κάποια «βατσνιά», πρίνο ή «ασπαρκιά» να εµποδίζει το διάβα µας,
αυτόµατα µπορώ να πώ, έπερνε τό σύνεργό του και ελευθέρωνε το δρόµο αφήνοντας τα
κοµµένα κλαδιά µε προσοχή πάνω σε κάποιο διπλανό φράχτη. Εκτός από τα δροµάκια
της Άµαξος, ο ∆ηµήτρης καθάριζε τις υδρορροές που τροφοδοτούσαν τις δηµόσιες
βρύσες και υδροσυλλέκτες της περιοχής και φρόντιζε να είναι καθαρά τα «γουρνέλια»,
όπου έβρισκαν τη δροσιά άνθρωποι και ζώα.
Ο ∆ηµήτρης Κουτλής φρόντιζε µε τον τρόπο του και τα εξωκκλήσια της περιοχής. Κάθε
χρόνο έπρεπε να φτειάξει τα κεραµίδια των, που τα είχαν χαλάσει τα «ατσίδια». Έπρεπε
να επιδιορθώσει τα σάπια τµήµατα των οροφών τους. Έπρεπε να τα καθαρίσει, να τα
ασβεστώσει και να ηµερέψει τον γύρο από αυτά περιβάλλοντα χώρο. Κι όταν πάλι
χρειαζόταν κάποια πιο µεγάλη επισκευή, πάλι ο ∆ηµήτρης έρριχνε το σύνθηµα για ένα
µεταξύ µας έρανο για να µαζέψουµε το απαιτούµενο χρηµατικό ποσό για την
συγκεκριµένη επισκευή.
Ο ∆ηµήτρης ήταν και µάστορας της πέτρας. Λές και γνωρίζονταν µεταξύ τους. Λές και
συνεργάζονταν σε µια προσπάθεια να οµορφήνουν την Άµαξο στολίζοντάς την µε
πεζούλες και «σέτια» φτειαγµένα από πέτρα της λαγκαδιάς, καλοαλφαδιασµένα και
στέρεα που αντιστάθηκαν στις καταρακτώδεις βροχές και τη διάβρωση από τα ορµητικά
ρυάκια αλλά και άντεξαν τα ποδοβολητά των αλόγων και των µουλαριών που έβοσκαν
ελεύθερα στα κτήµατα. Βλέποντάς τον να κτίζει µια πεζούλα, θαύµαζες τη σπιρτάδα του
µυαλού του, που τον βοηθούσε να διαλέξει µε γρηγοράδα τη πέτρα που θα «έδενε»
καλλίτερα µε τις άλλες στο ανέβασµα της πεζούλας. Πεζούλες που έκτισε ο ίδιος τις
βλέπω ακόµη και σήµερα, πενήντα χρόνια µετά, να στέκουν σαν χθεσινές, χωρίς
φουσκώµατα ή ξεχαρβαλώµατα, µνηµεία µιας τέχνης που ευτυχώς εξακολουθεί και
σήµερα να µας προσφέρει όµορφα δείγµατα νέων δηµιουργών.
Ο ∆ηµήτρης ήταν ο άρχοντας µιας περιοχής η αρχοντιά της οποίας άρχισε σιγά-σιγά να
χάνεται µε το φευγιό του από την Άµαξο και τη ζωή. Μας άφησε όµως ο ∆ηµήτρης
Κουτλής µια παρακαταθήκη χρήσιµη για όλους µας, που ελπίζουµε στη γη, την αγροτική
ζωή και την σωστή εκµετάλευση των φυσικών πόρων της περιοχής µας. Εξιστορώντας
τη ζωή του ∆ηµήτρη θέλω να επισηµάνω τα πιο προφανή. Ότι δηλαδή, χρησιµοποιώντας
µε φειδώ τα αγαθά της φύσης, δίδοντας σωστά στη γή αυτό που της πρέπει, παίρνεις
πολύ περισσότερα από αυτήν. Κτίζεις, για παράδειγµα τη πεζούλα και έτσι µαζεύεις το
νερό και ευκολύνεις την όσο µεγαλύτερη απορρόφησή του, προλαµβάνεις τη διάβρωση 

,

Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 16
Θυµάµαι ακόµη και τις ογκώδεις κιτρινι-πορτοκαλόχρωµες κολοκύθες (τις
χειµωνιάτικες) που πρόβαλαν καµαρωτά στα ευήλια µέρη του µπαχτσέ. Αυτές που θα
φυλλάσσονταν για τηγάνισµα το χειµώνα ή για το φτειάξιµο της κολοκυθόπιττας και των
άλλων κολοκυθονοστιµιών. Οι µπαχτσέδες είχαν και οποροφώρα της εποχής.
∆αµασκηνιές διαφόρων ειδών, τα µικρά κοκκινοπράσινα αυγοειδή δαµάσκηνα, τα λίγο
µεγαλύτερα λαδο-κίτρινα, τα βυσσινο-µελιτζανιά «ρεγκλότ» κλπ. Μηλιές, κερασιές και
καρυδιές ήσαν συνηθισµένες σ όλους σχεδόν τους µπαχτσέδες µε τις καρυδιές να
υπερτερούν σε αριθµό στην παραποτάµια ζώνη. Μα το σήµα κατατεθέν του
Αµαξιώτικου φρούτου ήταν, κατά τη γνώµη µου, το πράσινο Σεπτεµβριανό ροδάκινο.
Που σε γέµιζε µε ξεχωριστή ευωδιά, που την άφηνε να ανακατευθεί µε το πλούσιο και
ιδιάζοντα γλυκό χυµό του για να τον κάµει νέκταρ πραγµατικό της γεύσης και αιθέρια
απόλαυση της όσφρησης. Αξίζει το κόπο να το προωθήσουµε και να το διαδώσουµε ή
και να το εκµεταλλευτούµε εµπορικά σαν ένα βιολογικό αυθεντικό φρούτο. Αρκεί να µη
το µπασταρδέψουµε ή του αφαιρέσουµε την νοστιµιά, την ευωδιά και τη γεύση του µε
ραντίσµατα και λιπάσµατα και το κάνουµε να καταλήξει σαν τα γαρύφαλλα που έπαψαν
να ευωδιάζουν.
Η «µάννα» του νερού κάθε καθισιάς δεν ήταν πάντα δίπλα στο κάθε «πυργέλι». Το νερό
για τη λάτρα του σπιτιού έπρεπε να µεταφερθεί από τη «µάννα» στο σπίτι. Και αυτή ήτο
µια καθηµερινή δουλειά, κυρίως για µάς τα πιτσιρίκια. Οι πιο µικροί από µας
κουβαλούσαν το νερό µε τα µικρά κουµάρια ενώ οι µεγαλύτεροι φορτώνονταν τις
µεταλλικές λαγήνες µια και το πλαστικό δεν είχε κάµει ακόµη την έφοδό του και δεν είχε
καν αρχίσει την περίοδο επικυριαρχίας του στο βασίλειο της οικοσκευής. Πιο µεγάλες
ποσότητες νερού τις κουβαλούσαµε µε το γαϊδουράκι µας. Το «καπιστρώναµε» µόνο, για
να µπορούµε να τον καθοδηγούµε, και ρίχναµε στη γυµνή ράχη του ένα παληό «χιχµπέ»4
σε κάθε θήκη του οποίου τοποθετούσαµε και µια µεταλλική λαγήνα. Η µεταφορά του
νερού µε το γυµνό γαϊδούρι απαιτούσε πάντοτε δυο από µας. Γιατί δεν είχαµε και
«λάστιχα» για να γεµίζουµε τις λαγήνες όπως ήταν πάνω στο ζώο. Έπρεπε να τις
βγάλουµε από το «χιχµπέ» να τις γεµίσουµε από το τρεχούµενο νερό, και να τις
επανατοποθετήσουµε στο «χιχµπέ». Ο πιο δυνατός ήταν αυτός που φόρτωνε,
επανατοποθετούσε δηλαδή τις λαγήνες στο «χιχµπέ». Ο αδυνατότερος, υποβάσταζε,
«φθούση», τη φορτωµένη λαγήνα µέχρις ότου επανατοποθετηθεί και η δεύτερη και
εξισοροπήσει το φορτίο πάνω στο γάϊδαρο. Αυτός ο τρόπος του κουβαλήµατος του
νερού ήταν και ένα πρώτης τάξεως παιγνίδι για µας τους πιτσιρικάδες. Γιατί µας έδινε
την ευκαιρία να καβαλάµε το γάϊδαρό µας και να καµονόµαστε τους κάου-µπόϋδες των
αµερικανικών κινηµατογραφικών ταινιών.
Πολλές φορές πάλι, µεταφέραµε µεγαλύτερες ποσότητες νερού για να ποτίσουµε
δενδρικά και λουλούδια είτε γύρω από τον πύργο µας είτε σε κοντινά κτήµατα. Τότε
όµως επιστρατεύαµε τα µουλάρια στα οποία φορτώναµε µεγάλα σιδερένια «µπιντόνια»
νερού, αποµεινάρια της Γερµανικής κατοχής. Ήταν µια δουλειά κοπιαστική που
επαναλαµβανόταν κάθε 10-12 µέρες ανάλογα µε τις δουλειές των µεγαλυτέρων και την
4 Ο «χιχµπές» είναι ο τρίχινος δίσακκος, το λεγόµενο δισάκκι. Αποτελείτο από δύο ευρύχωρους σάκκους
(που να χωρούσε ο κάθε ένας µια µεγάλη καλαθίδα) ενωµένους µεταξύ τους µε προέκταση του υφαντού
της εσωτερικής πλευράς κάθε σάκκου. Το µήκος του «χιχµπέ» ήταν τέτοιο ώστε να προσαρµόζει ανάλογα
πάνω στο σαµάρι ενός µουλαριού ή ενός γαιδουριού.
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 17
ένταση της καλοκαιρινής ζέστης. Χρειαζόταν ένα µε ενάµισυ µπιντόνι νερού για κάθε
«φτιφτί» (νεοφυτευµένο δενδρύλιο ελιάς) και λιγότερη ποσότητα για τις «φρίτζες», τα
λουλούδια, για ένα-δυο νεοφυτευµένα κυπαρίσσια και δυό-τρία νεοφυτευµένα πεύκα
γύρω από τον πύργο στον ίσκιο των οποίων προσβλέπαµε µε µεγάλη καρτερία για τα
αµέσως επόµενα χρόνια. Μάλιστα ο πατέρας µου είχε την ευφυΐα να αναθέσει σε µένα
την ευθύνη και επίβλεψη της φροντίδας ενός από τα µικρά πευκάκια και στον αδελφό
µου ένα άλλο. Η έννοια µας να µη ξεραθούν αλλά και ο συναγωνισµός µας για το
ποιανού πεύκο θα µεγάλωνε γρηγορώτερα εξασφάλιζαν το κανονικό περιοδικό τους
πότισµα κατά το καλοκαίρι. Βέβαια δεν αξιωθήκαµε να απολαύσουµε τη σκιά τους.
Εγκαταλείψαµε την εξοχή µας πολύ πριν ανδρωθούν. Τα απολαµβάνω όµως τώρα, όταν
ο δρόµος µου µε φέρνει προς τα εκεί.
Θυµάµαι ακόµα ότι δεν αφήναµε ούτε µια σταγόνα νερού να πάει χαµένη. Ο νεροχύτης
που ήτο εξωτερικά του σπιτιού, κατέληγε σε ένα συλλεκτήρα, καµωµένο από ένα παληό
«τενεκέ» λαδιού από τον οποίο είχε αφαιρεθεί η πάνω βάση του. Η υπερχείλιση του
συλλεκτήρα απέβαινε σε ένα αυλάκι (ποτιστήρα) όπου είχαµε φυτέψει κληµαταριές που
προορίζαµε για τη «φρίτζα» της αυλής µας. Με το που γέµιζε ο τενεκές-συλλεκτήρας,
είχαµε την υποχρέωση να τον αδειάζουµε σε νεοφυτευµένα δενδρικά γύρω από τον
πύργο µας. Μούχει µείνει έντονη η θύµηση αυτής της οικονοµίας νερού που κάναµε σε
µια εποχή που δεν υπήρχε καν η υποψία µιας επερχόµενης γενικευµένης λειψυδρίας και
σε αντίθεση µε την αλόγιστη κατασπατάληση νερού που βλέπουµε σήµερα. Ακόµη
αντιπαραβάλλω µε πολύ σκεπτικισµό όλες αυτές τις επίπονες προσπάθειες της
οικονοµίας και µεταφοράς του νερού για οικιακή χρήση, για κηπευτικές καλλιέργειες και
δενδροφύτευση µε τις σηµερινές µηχανιστικές µέθοδες και τεχνικές που έχουν επιτρέψει
ακόµα και την µετατροπή των ξηρικών ελαιοκτηµάτων σε παραγωγικώτερα ποτιστικά
αλλά και την σύγχρονη υδροδότηση νέων κατοικιών που αντικατέστησαν τα
παραδοσιακά «πυργέλια». Σ όποιο βουνό κι αν περπατήσει κανείς σήµερα, βλέπει την
κυριαρχία των πλαστικών σωλήνων λάστιχα»), που είτε µεταφέρουν το νερό είτε
αποτελούν µέρος ενός ποτιστικού δικτύου βασισµένου στην µέθοδο της «διά στάγδην»
µεθόδου είτε, πάλι, είναι αποµεινάρια παληότερων χρήσεων που εγκατελείφθηκαν στην
τύχη τους και στην έγνοια της κοινωνικά συνηδειτοποιηµένης οµάδας πολιτών.
Στη νέα αυτή εικόνα του ορεινού Πλωµαριού βοήθησε η διάνοιξη αρκετών αγροτικών
δρόµων και η επιδότηση γεωτρήσεων που µετέτρεψαν τη περιφέρεια Πλωµαρίου σ ένα
πολυτρύπητο λαγήνι που συνεχώς στεγνώνει τον υδροφόρο ορίζοντα της περιοχής µε
αλόγιστες χρήσεις ατοµιστικής κυρίως εξυπηρέτησης. Η χωρίς ουσιαστική µελέτη
παροχή αδειών γεώτρυσης, ο ελλειπής έλεγχος των προδιαγραφών των (π.χ. βάθος και
επιτρεπόµενη παροχή γεώτρυσης) και η τελείως ανεξέλεκτη εκµετάλευσή των, είχε σαν
αποτέλεσµα παραδοσιακές πηγές να στερεύουν, «µάννες» µικρές να εξαφανίζονται και
πολλές καταπράσινες λαγκαδιές να µετατρέπονται σε νεκρές φύσεις. Αρκεί κανείς να
περπατήσει το δρόµο από το Μεγαλοχώρι προς την Αγιάσσο, στο ύψος του Αγίου
∆ηµητρίου και Αγίου Αντώνη, για να δει τη κατάντια µιας απο τις οµορφότερες
λαγκαδιές της περιοχής. Μου φαίνεται ότι αν δεν µπει φρένο σ αυτή την ατοµικιστική
προσέγγιση του σοβαρού αυτού θέµατος της χρήσεως του νερού, δεν θα είναι πολύ
µακρύς ο χρόνος που θα µας φέρει αντιµέτωπους µε προβλήµατα πολύ πιο σοβαρά από
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 18
αυτά που αντιµετωπίζουν ήδη άλλες περιοχές της Ελλάδος, όπως, για παράδειγµα, ο
κάµπος της Μεσσαράς στη Κρήτη ή ο Θεσσαλικός κάµπος.
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 19
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ∆ΕΥΤΕΡΟ
Καθηµερινές ασχολίες στην εξοχή
/////
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 20
Η ζωή στην Άµαξο, όπως και σε κάθε εξοχή, δεν έµοιαζε καθόλου µε αυτή της
πόλης. Κάθε ώρα της ηµέρας είχε τις δικές της υποχρεώσεις και δραστηριότητες, όλες
γερά δεµένες µε την αγροτική ζωή. Με το µάζεµα των καλοκαιρινών φρούτων και την
διατήρησή τους, µε την περιποίηση των ζώων, την φροντίδα των κτηµάτων, µε το
µάζεµα των ξύλων για το χειµώνα και γενικά µε κάθε τι που σχετίζετο µε την
καλλιέργεια και εκµετάλευση της τροφοδότρας γης.
Το µάζεµα των σύκων
Οι δουλειές είχαν µια αυστηρή χρονική σειρά, λες και ακολουθούσαν το τυπικό κάποιας
ιεροτελεστίας. Πολύ πρωί, πριν καλά-καλά «κτυπήσει» ο ήλιος το κτήµα, έπρεπε να
αρµατωθούµε µε τη «γκατσουρίδα» και τη καλαθίδα και να πάρουµε µια βόλτα όλες τις
συκιές του κτήµατος για να µαζέψουµε τα ώριµα σύκα που αποτελούσαν όχι µόνο το
απαραίτητο συνοδευτικό του πρωινού καφέ για µικρούς και µεγάλους, αλλά και µια
πρώτη ύλη για χειµωνιάτικες λιχουδιές µετά από κατάλληλη επεξεργασία. Φέρνω στη
µνήµη µου την συκαλευριά τη πασπαλισµένη µε κανέλλα και τριµµένο καρύδι, τους
«καλόγερους»5, τα γεµιστά σύκα αλλά και τα διατηρηµένα ξερά σύκα που
µοσχοβολούσαν µυρσινιά την οποία πάντα χρησιµοποιούσαν στο ζεµάτισµά τους. Το
πρωί λοιπόν, έπρεπε να µαζευτούν τα σύκα προτού πέσουν κάτω στη γή, όπου
καιροφυλλακτούσαν τα γαιδούρια και τα µουλάρια που έβοσκαν ελεύθερα στο κτήµα.
Και αυτό γινόταν πιο απαιτητικό, όταν τα καλοκαιρινά µελτέµια δεν άφηναν σύκο για
σύκο πάνω στις συκιές λες και ήταν στη δούλεψη των υποζυγίων µας. Γι αυτό και τις
καλλίτερες συκιές φροντίζαµε να τις έχουµε πάντα περιφραγµένες µε πρόχειρους
φράκτες από χοντρά κλαδιά.
Στη πρώτη συκιά που φτάναµε, έπρεπε να κόψουµε δυο-τρία µεγάλα «σκιόφλα»
(συκόφυλλα) για να επενδύσουµε µε αυτά το εσωτερικό της καλαθίδας, απαραίτητη
προϋπόθεση για να µη καταστρέφονται τα σύκα τριβόµενα στο τραχύ καλαµένιο τοίχωµά
της καθώς θα κουνιόντουσαν µέσα της µε το βιαστικό βάδισµά µας στις απότοµες
πλαγιές του βουνού ή πιεζόµενα από το ίδιο τους το βάρος αν τύχαινε και γέµιζε το
καλάθι µας.
Η βόλτα µου ξεκίναγε από τις µαυροσυκιές που ήταν στο δυτικό µέρος του πύργου µας.
Τέσσαρες-πέντε µαζί, πάντα κατάφορτες µε πλούσιους σαρκώδεις καρπούς µε τη πρωινή
δροσάτη γλύκα να σου κάθεται στο λαιµό και να σε δαιµονίζει να τρως ασταµάτητα. ∆εν
χρειαζόταν κάν να τα ξεφλουδίσεις. Αρκεί να είχες προλάβει το ξεγούφιασµά ή το
κουτσούληµά τους από τους πτερωτούς συνιδιοκτήτες που χαίρονταν αυτά τα υπέροχα
«βιολογικά» θαύµατα της φύσης, όταν αυτά δεν τους γίνονταν παγίδες θανάτου που
εκµεταλλεύονταν µικροί κυνηγοί µε τα «λάστιχα» (σφεντόνες) ή µεγάλοι µε τις
«µπρουστουγιµές» τους. ∆εν ξέραµε τι θα πει ράντισµα, δεν σκουλίκιαζαν ποτέ τους
(εκτός κι αν τύχαινε οι να βρίσκονταν σε υγρό περιβάλλον), µόνο η σκόνη τα χάϊδευε και
5 Με το όνοµα «καλόγερος» αναφερόµασταν σε ένα παρασκεύασµα που είχε σαν βάση το καρύδι και την
συκαλευριά. Ψύχες καρυδιού περασµένες σε κλωστή, σαν χάντρες κοµπολογιού, βουτιόντουσαν
επανειληµµένα µέσα στη ζεστή συκαλευριά και πέρνανε το σχήµα λαµπάδας. Ύστερα κρεµόντουσαν στον
αέρα για να στεγνώσει (ξηραθεί) η συκαλευριά και µετά φυλλάσσονταν για αργότερη χρήση.
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 21
η οποία εύκολα αποµακρύνετο µ ένα απλό φύσηµα. Είναι πράγµατι µικρά θαύµατα αυτά
τα σύκα από τις ξηρικές συκιές που τα βρίσκεις σε κακοτράχαλες και απόκρυµνες
πλαγιές αφηµένες στην έγνοια και την φροντίδα του δηµιουργού τους. Ένα προσεκτικό
κλάδεµα µόνο απαιτούσαν οι συκιές από τον άνθρωπο αν και αυτό δεν ήταν και τόσο
απαραίτητο µια και κάθε επίσκεψή µας άφηνε και αρκετά σπασµένα κλαδιά απάνω τους.
Κι έτσι πολλές φορές περιοριζόµασταν στην αποµάκρυνση των ξερών κλαδιών.
Τα πιο νόστιµα από τα µαυρόσυκα ήταν αυτά που άρχιζαν να «ψταλιάζουν», που άρχιζαν
να κρέµονται σαν σκουλαρίκια στο λαιµό των τυχερών συκόφυλλων που καµάρωναν για
τα στολίδια τους. Αυτά είχαν την γλύκα που σε έπνιγε. Κι αν τύχαινε νάχεις και κανένα
φρέσκο καρύδι, τότε µπορούσες να περιµένεις να γυρίσεις σπίτι και να φτειάξεις αυτό το
απερίγραπτο µείγµα της γεύσης και της ευωδιάς, ένα φρέσκο καλογινοµένο σύκο γεµιστό
µε φρέσκια ψύχα καρυδιού. Ένα θεϊκό έδεσµα που είχε µόνο ένα ανταγωνιστή του: τον
ίδιο του τον εαυτό στη χειµερινή του έκδοση, που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά το γεµιστό
φουρνιστό σύκο µε γέµισµα ψιλοκοµµένη ψύχα καρυδιού ανάκατη µε το κατάλληλο
µείγµα από ινδικά µπαχάρια.
Τα µαυρόσυκα ήταν και τα πρώτα που ωρίµαζαν. Τα µαζεύαµε όλα. Μικρά µεγάλα,
µισοφάγωτα από τα πουλιά, ακόµα και αυτά που είχαν πέσει στη γή και τάχει αποξεράνει
ο ήλιος. Η ταξινόµησή τους θα γινόταν αργότερα µε την επιστροφή στον πύργο, όπου
ξεχωρίζαµε τα φαγώσιµα της ηµέρας από τα υπόλοιπα. Εκεί τα αναλάµβανε η γιαγιά µου
η Σουλτάνα για να τα απλώσει στον ήλιο για αποξήρανση. Μετά τις µαυροσυκιές,
έπαιρνα την ανηφόρα και επισκεπτόµουνα τις ασπροσυκιές κυρίως τα πολίτικα και τα
περκούλια. Η ίδια δουλειά κι εδώ. Κλαδί-κλαδί µε την γκατσουρίδα είτε από κάτω είτε
σκαρφαλωµένος στη συκιά επιθεωρούσα κάθε σηµείο της συκιάς όπου θα µπορούσα να
βρώ ένα σύκο, λες και επρόκειτο να βαθµολογηθώ γι αυτή µου τη δουλειά. Την ίδια
εποχή, ωρίµαζε τους καρπούς της και µια άλλη ποικιλία που είχαµε, ίσως και µοναδική,
που έδινε πολλά σύκα σε χρώµα µελιτζανί και γι αυτό την αποκαλούσαµε
«µελιτζανοσυκιά». Πιο όψιµες ήταν οι αυγοσυκιές, που έδιδαν υπέροχα µεγάλα σαρκώδη
σύκα, χαρά των οφθαλµών και της γεύσης. Αλλά έπρεπε να περιµένει κανείς τέλη
Αυγούστου και αρχές του Σεπτέµβρη για να χαρεί τη νοστιµιά τους ανάκατη µε τη
δροσιά του πρωινού που αυτή τη περίοδο άρχιζε να γίνεται εντονότερη.
Είχαµε συκιές και σ άλλα κτήµατα. Κι όλες τις µαζεύαµε. Τίποτε δεν πήγαινε χαµένο.
Γι αυτό κατά τακτά χρονικά διαστήµατα έπρεπε να πάρω το µουλάρι και να κάνω βόλτα
τα κτήµατά µας και να µαζέψω τα σύκα. Στα κτήµατα αυτά δεν αφήναµε ελεύθερα ζώα
για να βοσκήσουν την περίοδο αυτή. Ήταν «σοθίρια», καλά περιφραγµένα. Κι έτσι, δεν
υπήρχε φόβος να χαθεί η συκοπαραγωγή. Τα πιο πολλά σύκα τα εύρισκα πεσµένα στο
έδαφος πάνω στα χόρτα κάτω από τις συκιές, έχοντας διανύσει την µισή διεργασία της
φυσικής αποξήρανσής τους εκτεθειµένα στον καυτό καλοκαιρινό ήλιο. Τα µάζευα όλα
και τα έφερνα στη γιαγιά που τα ξεδιάλεγε. Αυτά που θεωρούσε ακατάλληλα, τα
ξεχώριζε και τα προόριζε για τα ζώα. Θα τα χρησιµοποιούσαµε το χειµώνα, για να
γλυκαίνουµε τη κούραση όλων των ζώων µας που θα σήκωναν στη πλάτη τους το
µαξούλι της χρονιάς. Μικρές λιχουδιές σαν κι αυτές τα έκανε να νοιώθουν σαν µικρά
παιδιά που ξέρουν την ώρα που θα πάρουν το αγαπηµένο τους γλυκό. Έπρεπε όµως κι
αυτά τα σύκα να ξεραθούν καλά, να ζεµατιστούν σε νερό αρωµατισµένο µε µυρσινιά,
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 22
όπως και αυτά που προορίζονταν για την δική µας χρήση, να στεγνώσουν και να
αποθηκευτούν κατάλληλα. Οι «απλωταριές» ήταν συνεχώς γεµάτες. Υφίσταντο την
καθηµερινή επιθεώρηση από την γιαγιά µας, που µεριµνούσε για την ξήρανσή τους,
άλλοτε γυρίζοντας τα σύκα τα πάνω-κάτω κι άλλοτε αποσύροντας από την διαδικασία
της αποξήρανσης τα «γινοµένα». Ήταν µια δουλειά που χρειαζόταν υποµονή και µεράκι
και µπορώ να πω η γιαγιά τάχε και τα δυό.
Τα ξηραµένα και ζεµατισµένα σύκα ήταν αυτά µε τα οποία θα µας τράταρε (κερνούσε)
το χειµώνα όταν την επισκεπτόµασταν στο σπίτι της ή που θα µας εφοδίαζε τα πρωινά
καθώς περνούσαµε να την καληµερίσουµε πηγαίνοντας στο Γυµνάσιο. Ήταν η
«σοκολάτα» της εποχής, που ποτέ δεν απαξιώθηκε, όπως οι σηµερινές λιχουδιές, που τις
βλέπεις µισοφάγωτες πεταµένες σ όποιο δρόµο κι αν περπατήσεις. Το σύκο, το καρύδι,
το κάστανο, τα κυδώνια, τα ρόδια και τα πορτοκάλια ήταν από τα καλλίτερα εδέσµατα
των σχολικών µας διαλειµµάτων.
Εκτός από την ξήρανση των σύκων, µαζεύαµε και ξηραίναµε τα δαµάσκηνα και τα
περισσευούµενα απίδια τα οποία και ξεραίναµε κοµµένα σε χοντρές φέτες
απδουκόµµατα»). Τα ξηρά δαµάσκηνα ήταν η αγάπη της γιαγιάς. Τα χρησιµοποιούσε
ολογυρίς το χρόνο σαν ήπιο καθαρκτικό αλλά και για µια λιχουδιά που άφηνε να λειώσει
σιγά-σιγά στο στόµα της. Τα δαµάσκηνα µετά την αποξήρανσή τους έπρεπε κι αυτά να
ζεµατιστούν και να στραγγίξουν στον ήλιο. Τα απδουκόµµατα προορίζοντο
αποκλειστικά για τα ζώα. Και τούτο γιατί δεν είχαµε την εµπειρία της διατήρησής τους
ανάλογη µε αυτή των σύκων και των δαµάσκηνων.
Η καθηµερινή φροντίδα των οικόσιτων ζώων
Τα πρωινά, εκτός από το µάζεµα των σύκων είχαµε να φροντίσουµε τα ζώα και τα
πουλερικά. Στο βουνό η επαφή µε τα οικόσιτα και µη ζώα ήταν πιο άµεση, και η δική
µας συµµετοχή στην φροντίδα τους ήταν πολύ πιο µεγάλη από αυτή που είχαµε στη πόλη
και κατά την περίοδο του σχολείου. Με το ξηµέρωµα έπρεπε να βγούν οι κότες από το
κοτέτσι να πάρουν το πρωϊνό τους, ανακατεµµένο νταρί (καλαµπόκι) µε σιτάρι αλλά και
υπολείµατα τροφών της περασµένης µέρας, να ξεδιψάσουν µε καθαρό νερό και να
αφεθούν ελεύθερες να βοσκήσουν στις ελαιοπεζούλες κάτω από το άγρυπνο µάτι όλων
των µελών της οικογένειας για τυχόν αποµάκρυνσή τους από τη ζώνη ασφαλείας που
είχαµε θέσει αλλά και για τυχόν απόπειρες υφαρπαγής των από κάποιο γεράκι ή αλεπού.
Με το άκουσµα του διαπεραστικού «σφυρίγµατος» ενός ή περισσοτέρων γερακιών,
αρχίζαµε τα «αγιού» για να αποτρέψουµε κάθε απόπειρα εφόρµησής τους
προστατεύοντας έτσι τις κόττες και τους πετεινούς που προσπαθούσαν να βρουν
καταφύγιο κάτω από ένα πυκνό φύλλωµα δένδρου ή σε κάποιο «κούφωµά» του. Εκτός
από τα γεράκια, τα πουλερικά είχαν και άλλους δυο ύπουλους εχθρούς, τα ατσίδια και τις
αλεπούδες. Γι αυτό, έπρεπε το κοτέτσι να εκπληρούσε τέτοιες προδιαγραφές ασφαλείας,
που θα απέτρεπαν απώλειες από αυτούς τους επιβουλείς. Ακούγαµε τακτικά ιστορίες για
τη δράση των αλεπούδων αλλά και για οµαδικούς αφανισµούς µικρών κοτο-κοπαδιών
από ατσίδι που βρίσκοντας τρόπο να µπεί στο κοτέτσι κατέπνιγε κάθε ένα πουλερικό για
να χορτάσει την δίψα του για ζωϊκό αίµα. Έπρεπε ακόµη να καθαριστεί το κοτέτσι και

Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 23
να τακτοποιηθεί η «φωλιά», µε το απαραίτητο άχυρο και το «φόλι», που θα υποδεχόταν
τα αυγά της ηµέρας. Ζεστά φρέσκα αυγά ήταν ό,τι έπρεπε για ένα προµεσηµβρινό ή
απογευµατινό «κρόκ» µε πολλή ζάχαρη και λίγες σταγόνες από µυρωδάτο κονιάκ.
Στη συνέχεια των πρωϊνών εργασιών ήταν η σειρά της φροντίδας των δύο-τριών
κατσίκων που είχαµε. Έπρεπε να τις αρµέξουµε και να δώσουµε το γάλα στη µητέρα για
να το βράσει και να ετοιµάσει το πρωϊνό ρόφηµα ή και να το αποθηκεύσει στο «κουµλί»
µε το τραχανόγαλο για την παρασκευή του τραχανά. Συνήθως γλυκαίναµε τις κατσίκες
µε αποµεινάρια φρούτων ή/και µε περισσεύµατα λαδερών φαγητών της προηγουµένης
µέρας. Μετά το πότισµά τους τις παίρναµε και τις πηγαίναµε σε περιοχές πλούσιες σε
βοσκή. Για να µπορέσουµε να εκµεταλλευτούµε καλλίτερα τα βοσκήσιµα µέρη, δέναµε
κάθε κατσίκα σε ένα σιδερένιο κρίκο προσαρµοσµένο σε ένα µακρύ σιδερένιο στέλεχος
σε σχήµα καρφιού (πάσαλο), που το στερεώναµε καρφώνοντάς το µε µια βαρειά πέτρα
στο έδαφος. Το «καρφί» µε τον κρίκο το κουβαλούσαµε µαζί µε τις κατσίκες. Ήταν
απαραίτητα για να δέσουµε µια κατσίκα µε ασφαλή τρόπο έτσι ώστε να περιορίζεται η
περιοχή της βοσκής της µακρυά από τα λιόδενδρα ή άλλα δένδρα τα οποία και
προστατεύαµε από την αδηφάγο µανία της και από το χούϊ της να ξεφλουδίζει τους
κορµούς των (κυρίως των πιο τρυφερών). Έπρεπε ακόµα να προστατεύσουµε τις απιδιές
ή τα πρωτόβγαλτα «µπόλια» αχλάδων που λόγω του µπολιάσµατος είχαν απογυµνωθεί
επικίνδυνα από τις προστατευτικές ακίδες τους. Σπάνια «µετανοίζαµε» τις κατσίκες µας
και τούτο αν το θεωρούσαµε απαραίτητο. Προσέχαµε ακόµη και την ασφάλεια των ίδιων
των ζώων και έπρεπε να τις αφήναµε δεµένες µε τη σιγουριά ότι δεν θα ήταν εύκολο να
µπλεχτούν στο σχοινί τους ή να γκρεµιστούν από µια απότοµη πλαγιά ή πεζούλα.
Αφήναµε τις κατσίκες δεµένες στον σιδερένιο κρίκο για λίγες ώρες και µετά τις
µεταλλάζαµε, τις πηγαίναµε δηλαδή σε άλλο µέρος, εξασφαλίζοντας έτσι τον
ανεφοδιασµό της τροφής τους. Τις µεσηµεριανές ώρες, µετά από το πότισµά τους,
προτιµούσαµε να τις δέσουµε σ ένα σκιερό πλατάνι ζωσµένο µε πλούσιο φύλλωµα
κισσού. Ο κισσός ήταν η αγάπη κάθε κατσίκας, γι αυτό πολλές φορές πλούσια
φυλλώµατα κισσού γίνονταν αιτία έριδας µεταξύ ενδιαφεροµένων κατοίκων της
περιοχής για την διατροφική εκµετάλλευσή τους. Γι αυτό το θεωρούσαµε µεγάλη
επιτυχία να ανακαλύψουµε νέα πλούσια φυλλώµατα κισσού είτε σε αποµακρυσµένα
µέρη ή πάνω σε πλατάνια της ρεµατιάς. Ήταν ένα από τα παιχνίδια µας να
σκαρφαλώνουµε σε τέτοια πλατάνια να κόβουµε το κισσό και φορτωµένοι µ αυτόν να
τον φέρνουµε καµαρωτοί στο πύργο έτοιµοι να δρέψουµε τα «µπράβο» των
µεγαλύτερων. Φρέσκα φύλλα ελιάς ή καρυδιάς ήταν επίσης µερικά από τα αγαπηµένα
εδέσµατα για τις κατσίκες. Γι αυτό όταν ερχόταν ο καιρός που «ράβδιζαν» τις καρυδιές,
εκτός από το «κουκολόϊ» µαζεύαµε σε σακκιά τα πεσµένα στο έδαφος καρυδόφυλλα µε
µεγάλη λαχτάρα για να τροφοδοτούµε το µενού των «ζωντανών» µας.
Οι κατσίκες που δεν είχε τύχει να «λαστούν» (να µείνουν έγκυες) πριν ανεβούµε στο
βουνό, µας έδιναν ένα πρόσθετο πονοκέφαλο. Έπρεπε να τις πάµε στον «τράγο» τις
κατάλληλες ώρες πράγµα που πολλές φορές άλλαζε τη ροή της ρουτίνας της ηµέρας µας,
γιατί δεν υπήρχαν κοντά στο πύργο µας µαντριά που φιλοξενούσαν κι ένα τράγο. Το πιο
κοντινό στο πύργο µας ήταν στου Ντιβανή το πεύκο και η µετάβαση εκεί σύροντας µια
κατσίκα πίσω µας σε µια ατέλειωτη ολόρθη ανηφόρα που τον χώριζε από το πύργο µας,

 

Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 25
έπαιρνε και τα έθαβε προσεκτικά σε λακκούδια που έσκαβε στο έδαφος σε διάφορα
σηµεία λίγο πιο πέρα από τον πύργο. Κι όταν της ερχόταν η όρεξη, τα ξέθαβε και
ικανοποιούσε την πείνα της ή την επιθυµία της να σιγογλείψει και να τραγανίσει ένα
κόκαλο. Το µόνο πρόβληµα µε την «Έλλη» ήταν οι δυο γάτες του σπιτιού, ο «Ντίνος»
και η «Λουκία». ∆εν τους χωρούσε ποτέ το ίδιο µέρος. Οι γατοσκυλοκαβγάδες ήταν
πολύ συνηθισµένοι αλλά δεν κρατούσανε πολύ. Κάθε ένας γρήγορα αποµονώνετο στο
µέρος του και επήρχετο η ανακωχή. Οι γάτες µας είχαν εξαιρετική συµβολή στην ζωή
της εξοχής. «Καθάριζαν» τον γύρο χώρο από κάθε λογής «συρνούµενο» µια και τους
ήταν όχι µόνο εκλεκτός µεζές αλλά και φυσικός τρόπος ζωής. Η σηµαντικώτερη όµως
προσφορά τους ήταν το ότι κρατούσαν τους ποντικούς µακρυά από τον πύργο και τούτο
γιατί τα ποντίκια, όπως και τα πουλιά, ήταν τα συναρπαστικότερα από τα κυνήγια τους.
Ιστορίες µε γάτες και γάτους
χω ακούσει πολλές ιστορίες για γάτες-κυνηγούς. Μεγαλύτερη εντύπωση όµως µου έκανε
η διήγηση της κυρά-∆έσποινας «τ Μπιζιριού» για τα κυνήγια της γάτας της. Όπως
διηγιόταν σε παρέα στο καφενείο της όπου είχε αρχίσει η κουβέντα, µια Σεπτεµβριανή
νύχτα µετά τα µεσάνυχτα, κι ενώ το µελτεµάκι ανακάτευε σκόρπια ξερά φύλλα και
σκόνη του χωµατόδροµου, άκουγε θόρυβους έξω από το πυργάκι της σαν από ελαφρύ
βουβό πετροβολητό προερχόµενους. Ήταν τότε η εποχή, που πόρτες και παράθυρα δεν
σφαλούσαν ποτέ, δεν κλείδωναν ερµητικά κι έτσι µπορούσες να απολαµβάνεις τη δροσιά
της νύχτας και τον λαφρύ βουνήσιο αγέρα και συγχρόνως να έχεις καλή επαφή µε τον
έξω του σπιτιού χώρο. Αυτό το αίσθηµα του βουβού πετροβολητού ήταν άγνωστο στην
κυρά-∆έσποινα. ∆εν ήταν άγνωστο όµως στους κυνηγούς που ξέρουν ότι αυτός ο
θόρυβος προέρχεται από την «προσεδάφιση» των ορτυκιών που, κουρασµένα από το
µακρινό τους ταξίδι, έρχονταν να ξαποστάσουν στα µέρη µας για να συνεχίσουν το
ερχόµενο βράδυ το ταξίδι τους προς τις χώρες τις Αφρικής6. Μέσα σ αυτή την αγωνία
της νύχτας, η κυρά- ∆έσποινα µπόρεσε να αντιληφθεί τη γάτα της να µπαινοβγαίνει στο
σπίτι. Μια-δυο και τρείς φορές µπαινοβγήκε η γάτα και συνέχιζε να το κάνει αυτό,
πράγµα που έκαµε την κυρά-∆έσποινα να σηκωθεί από το στρώµα της για να δεί τι
γίνεται. Και έκθαµβη αντικρύζει ένα σωρό από ορτύκια που η γάτα-κυνηγός της τα
έφερνε «κυνήγι», ένα-ένα στο σπιτικό της.
Για να µεταφέρουµε τις γάτες του σπιτιού στην εξοχή, δεν µπορώ να πω ότι είχαµε την
σηµερινή πολυτέλεια των µικρών κλουβιών που χρησιµοποιούµε σήµερα για την
µεταφορά τους στα µέσα µαζικής µεταφοράς, αυτοκίνητα, πλοία και αεροπλάνα. Ούτε
συνηθίζετο να τα κουβαλάµε στη αγκαλιά µας όπως γίνεται σήµερα. Στην εποχή του
1950, η πιο πολυτελής έκδοση ενός τέτοιου κλουβιού ήταν µια «µπούρδα», ένα
τσουβάλι, από αυτά που χρησιµοποιούσαµε για να µαζεύουµε τις ελιές. Μια «µπούρδα»
για κάθε γάτα ήταν ότι καλλίτερο µπορούσαµε νάχουµε, µια και η «µπούρδα»
εξασφάλιζε τον αερισµό του εσωτερικού της χώρου και δεν υπήρχε πρόβληµα να πάθουν
ασφυξία οι ένοικοί της. Βάζαµε τη γάτα στο σακκί, το δέναµε καλά για να µη µας φύγει,
και το κρεµούσαµε στο φορτωµένο υποζύγιο που θα έκανε την µεταφορά του οικιακού
6 Στον τρόπο αυτό της «προσεδάφισης» των ορτυκιών οφείλεται πιθανόν και η έκφραση «έπεσαν
ορτύκια».
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 26
εξοπλισµού µας στην εξοχή προσέχοντας να µην αφήσουµε περιθώρια να γίνουν οι γάτες
πρόβληµα του ζώου και βρεθούµε ξαφνικά να κυνηγούµε ένα «ξπασµένου
φουρτουµένου γάϊδαρου».
Μ΄αυτό τον τρόπο ο Ντίνος και η Λουκία µεταφέρονταν στον πύργο µας στην Άµαξο
κάθε καλοκαίρι. Και µε τον ίδιο τρόπο επέστρεφαν στο σπίτι µας στο Πλωµάρι κατά τα
τέλη του Σεπτέµβρη. Ένα Σεπτέµβρη όµως, έγινε κάτι απρόσµενο. Ο Ντίνος µε την
επιστροφή του στο Πλωµάρι, εξαφανίστηκε. Τον γυρεύαµε για µέρες αλλά δεν τον
βρίσκαµε πουθενά. Το αναπάντεχο νέο µας ήλθε από τον ∆ηµήτρη Κουτλή. Τον είδε,
µας είπε, γύρω από τον πύργο µας στην Άµαξο, απ όπου είχε περάσει για να ποτίσει τον
µπαχτσέ µας. Η χαρά µας ήταν απερίγραπτη που ξαναβρέθηκε ο Ντίνος και τα
παρακάλια µας στον ∆ηµήτρη για να µας τον φέρει πίσω ήταν ατέλειωτα. Ακουστήκαµε
από τον ∆ηµήτρη και πράγµατι σε µια-δυο µέρες, µας έφερε τον Ντίνο τσουβαλάτο.
Έγινε γιορτή στο σπίτι. Η φροντίδα µας ήταν πια να µη µας φύγει ξανά. Πόρτες κλειστές
µε µόνη πρόσβαση στο κατώγι του σπιτιού, ο Ντίνος ήθελε δεν ήθελε έµεινε για λίγο
κοντά µας περιµένοντας, ως αποδείχτηκε, την ευκαιρία να το σκάσει. Και πράγµατι, το
κατάφερε. Τον χάσαµε για δεύτερη φορά. Αλλά τούτη τη φορά, ξέραµε που θα τον
βρούµε. Ήξερε τον δρόµο του. Ένα δρόµο δέκα χιλιοµέτρων που ποτέ δεν είδε και που
ποτέ δεν περπάτησε πριν την πρώτη του εξαφάνιση. Ένα δρόµο, όπου έβαλε τα δικά του
σηµάδια και που τον βοήθησαν να γυρίσει στην Ιθάκη του, στην ελευθερία του, στη
µαγεία της φύσης, του κυνηγιού, της περιπλάνησης.
Εκεί, γύρω από τον πύργο θάµενε ο Ντίνος όλο τον χειµώνα, για να τον βρούµε το
επόµενο καλοκαίρι µε τον ερχοµό µας στον πύργο. Όπως και έγινε. Όµως αυτή τη φορά
ο Ντίνος είχε αλλάξει. Το τρίχωµά του είχε γίνει πολύ πιο πλούσιο και είχε αρχίσει το
άσπρο χρώµα του να δίνει τη θέση του στο καστανοκόκκινο. ∆εν ανέχετο πια τα
νωχελικά χάδια και τα παιχνίδια µας. Είχε «αγριέψει». Μόνο κλεφτά καταδεχόταν να
πάρει λίγο από το φαγητό που του προσφέραµε µαζί µε τη Λουκία, που µάλλον τη
σνοµπάριζε συνεχώς. Ήταν όµως η χαρά µας να τον βλέπουµε τριγύρω και δεν κρύβαµε
την ελπίδα µας να τον δούµε να ηµερεύει και να ξανασµίγει µε το οικογενειακό
περιβάλλον. Μάταια όµως, το καλοκαίρι πέρναγε και ο Ντίνος δεν έλεγε να γυρίσει
κοντά µας. Έτσι, µε το τέλος της εξοχικής διαβίωσης ούτε που σκεφθήκαµε να
προσπαθήσουµε να τον πιάσουµε και να τον µεταφέρουµε στο σπίτι µας στο Πλωµάρι.
Τον αφήσαµε στη χαρά του περιβάλλοντος που διάλεξε, εκεί όπου ένοιωθε σιγουριά και
ελευθερία, στα µέρη, όπου, σαν ένα αγροτόπαιδο, απογαλακτίστηκε και ανάλαβε την
ευθύνη της επιβίωσής του.
Όπως ο σκύλος, έτσι και οι γάτες ήταν απαραίτητοι σύντροφοι µας στην εξοχή. Πέρα
από τη παιχνιδιάρικη συντροφιά τους, οι γάτες είχαν για µας πολλαπλή χρησιµότητα. Οι
γάτες κρατούσαν τους ποντικούς µακρυά από το σπίτι µια και η παρουσία και µόνο της
γάτας έκανε επικίνδυνη κάθε απόπειρα εµφάνισής τους. Γιατί το κυνήγι του ποντικού
ήταν από τα αγαπηµένα κάθε γάτας. Ίσως γιατί τις µαθαίναµε να είναι έτσι. Ίσως γιατί
δεν τους παρείχαµε την νωχέλεια των σηµερινών διαµερισµάτων. Ίσως γιατί ήταν πιο
κοντά στη φύση τους απ΄ό,τι τα καλοπεριποιηµένα γατιά ράτσας που απολαµβάνουν τη
ζεστασιά της θέρµανσης και της πολυθρόνας του σπιτιού. Οι γάτες στην εξοχή
καθάριζαν και το χώρο γύρο από τον πύργο από κάθε λογής σερνούµενο. Κανένα από τα
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 27
κινούµενα ζωύφια δεν µπορούσε να µην τραβήξει την προσοχή τους. Πεταλούδες κάθε
λογής, «χαµπαρτζήδες», σιµιαµίδια, φιδάκια µικρά ήταν όλα τους κάτι µεταξύ γεύµατος
και παιχιδιού τους.
Ένα φίδι στο πύργο µας
Και µια και γίνεται λόγος για σερνούµενα, θυµήθηκα το φόβο που µας καταλάµβανε στο
άκουσµα της εµφάνισης ενός µεγάλου φιδιού. Ίσως γιατί δεν είχαµε καταλάβει ότι
κάποια από τα είδη των φιδιών είναι κι αυτά της οικογένειας των οικόσιτων ζώων!
Και αναφέροµαι στο φίδι τη γαλή, το επονοµαζόµενο «λαφιάτη» που αρέσκεται να
γυροφέρνει στα νταβάνια των σπιτιών κυνηγώντας ποντικούς, ένα από τα καλλίτερα
εδέσµατά του. Κάθε πύργος είχε και το δικό του λαφιάτη. Έλα όµως που ποτέ δεν
καταλάβαµε αυτή τη συνύπαρξη; Και πως είναι δυνατόν να γίνει κάτι τέτοιο όταν από
καιρού εις καιρόν γίνεσαι απρόσµενα µάρτυς της παρουσίας του στη κρεββατοκάµαρά
σου ή στη κουζίνα σου; Μια τέτοια εµπειρία είχαµε κι εµείς στον πύργο µας ένα
καλοκαίρι. Για πρώτη φορά είδαµε τον σερνούµενο συγκάτοικό µας, γύρω στα δύο µέτρα
µήκος, να σέρνεται/κρέµεται στον τοίχο της κουζίνας προς το µέρος όπου ήτο
κρεµασµένο το «φανάρι», όπως είναι γνωστό το αεριζόµενο ντουλάπι, το ψυγείο, του
κάθε σπιτιού.
Οι µεγαλύτεροι απέδωσαν αυτή την εµφάνιση του φιδιού στη µυρωδιά του γάλατος που
φυλλάγαµε στο φανάρι. Αυτό όµως λίγο µας ενδιέφερε. Από τη στιγµή εκείνη ο φόβος
µας είχε κυριεύσει όλους. Νοιώθαµε ότι παντού βλέπαµε το φίδι. Ότι κρυβόταν σε κάθε
γωνιά του σπιτιού, στις ντουλάπες, στα στρωσίδια των κρεββατιών, στους
αποθηκευτικούς χώρους του σπιτιού, παντού. Η ζωή της εξοχής εκείνο το καλοκαίρι είχε
γίνει εφιάλτης. Και τούτο γιατί ποτέ δεν µας περνούσε από το µυαλό ότι όσο φόβο
νοιώθαµε εµείς για το φίδι, άλλο τόσο ένοιωθε κι αυτό όταν µας έβλεπε, πράγµα που το
έκανε να εξαφανίζεται σαν αστραπή µόλις µας αντίκρυζε. Αυτή η συµπεριφορά του
φιδιού έκανε και πολύ δύσκολο τον εντοπισµό του και την εξόντωσή του. Έτσι άρχισαν
οι διαβουλεύσεις µεταξύ των µεγάλων και µε συµπαραθεριστές που βίωναν ή βίωσαν
τέτοιο πρόβληµα για το πώς θα µπορούσαµε να απαλλαγούµε από το φίδι, τον δράκο του
σπιτιού µας.
Οι προτάσεις µας έρχονταν βροχή. Μην αφήνετε γάλα στο φανάρι, η πιο άµεση και η πιο
απλή. Μην επιχειρήσετε να πυροβολήσετε το φίδι µε το κυνηγητικό σας όπλο γιατί η
τουφεκιά γίνεται µπούµεραγκ και σκοτώνει τον πυροβολητή γιατί το φίδι, το κάθε φίδι,
είναι στοιχειωµένο. Μια άλλη πάλι πρόταση ελεύθερη από δεισιδαιµονικές προλήψεις,
απλή στην εφαρµογή της, ήταν να καπνίσουµε όλο το σπίτι µε έντονης οσµής υλικό για
να «µπουλαγκίσουµε» το φίδι και σηκωθεί και φύγει. Και µάλιστα υπήρχε και η
συνταγή. Θα έπρεπε να χρησιµοποιήσουµε το καπνό από καιόµενο «παλιουπάπτσου».
Τρέξαµε στο λαγκάδι, βρήκαµε ένα παλιουπάπτσου, το βάλαµε σ ένα κουβά και το
παραδώσαµε στη φωτιά. Όταν άρχισε να βγάζει καπνό από το κάψιµό του, φέραµε τον
κουβά µε το φλεγόµενο παληο-παπούτσι στην αυλή του σπιτιού, αφού προηγουµένως
είχαµε φροντίσει να κλείσουµε ερµητικά παράθυρα και πόρτες, για να έχουµε καλό
αποτέλεσµα και πλαντάξει κάθε ζωντανό συρνούµενο του πύργου. Σε λίγο όλος ο πύργος
κάπνιζε σαν καµίνι και όλος ο γύρο χώρος βρώµαγε του σκασµού. Κι εµείς
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 28
παραµονεύαµε µπας και βγει το φίδι και µπορέσουµε να το σκωτώσουµε. Περιττό να σας
πώ ότι µείναµε µε τα φτυάρια στο χέρι πνιγµένοι στη µπόχα του καµένου παπουτσιού κι
ότι όλο το σπίτι βρώµαγε για δυο-τρεις µέρες.
Έχοντας εξαντλήσει κάθε συνταγή για την αποµάκρυνση του φιδιού και έχοντας
πιστέψει προς στιγµήν ότι η συνταγή του παλιού παπουτσιού «δούλεψε», µια και το φίδι
δεν παρουσιάστηκε για το αµέσως επόµενο διάστηµα, ηρεµήσαµε για λίγο και
προσπαθήσαµε να βρούµε τον ρυθµό της καθηµερινότητας. ∆εν άργησε όµως ο εφιάλτης
του φιδιού να µας ξανάλθει.
Ήταν στις 29 Αυγούστου, ανήµερα του µεγάλου πανηγυριού του Αϊ Γιάννη του
Προδρόµου, στα Φλίπια. Ήταν ένα από τα µεγάλα πανηγύρια της περιοχής. Είχαµε
σηκωθεί πολύ πρωΐ. Έπρεπε να ετοιµάσουµε τα ζώα, να τα ποτίσουµε, να τα
σαµαρώσουµε, να φορτώσουµε ένα-δυο «χιχµπέδες» µε όλα τα απαραίτητα. Νερό σε
παγούρια, νηστίσιµα εδέσµατα για ένα «ξεγάνιασµα» µετά τη λειτουργία και τα
απαραίτητα κεράσµατα. Είχαµε βάλει «κατασάµαρα» τα καλά «χραµέλια» αυτά που
έφτιαχνε η γιαγιά στη κρεββατή ή στο χέρι σηµαδεµένα όλα µε τα δαντελένια και
εξωτικά τελειώµατα, υποµονετικά καµωµένα µε το µικρό βελονάκι. Πάνω από το
χραµάκι της γιαγιάς ήταν απαραίτητο να µπεί το σελτεδάκι, ειδικά φτιαγµένο για πιο
άνετο καβαλλίκευµα.
Μια και τα ζώα δεν ήταν αρκετά για όλους µας, εγώ µε τον αδελφό µου προηγηθήκαµε
µε τα πόδια και προχωρήσαµε προς το σπίτι της Γιασεµής και του ∆ηµήτρη Κουτλή, που
τότε έµειναν στο ιδιόκτητο πυργάκι των, στο οποίο παληότερα έµενε η οικογένεια
Παρόλη. Εκεί θα περιµέναµε και τους υπόλοιπους της οικογένειας και από κει θα
φεύγαµε όλοι µαζί οι πεζοπορούντες αφού θα συναντούσαµε τους καβαλλάρηδες λίγο
πιο πάνω από το σπίτι του Μιχάλη και της Αµερισούδας Κριτζά.
Περιµέναµε στο σπίτι του ∆ηµήτρη για αρκετό χρονικό διάστηµα ώσπου να φανούν οι
υπόλοιποι. Η αναµονή ήταν τόση που µας έβαλε σε έννοιες. Κακοβάλαµε. Χίλιες
σκέψεις πέρασαν από το µυαλό µας. Μια και δυο, το αποφασίζουµε. Να πάµε πίσω στο
πύργο να δούµε τι συµβαίνει και αργοπορούν τόσο. Τρέξαµε όσο πιο γρήγορα
µπορούσαµε, φτάνουµε στον πύργο, και τους βρήκαµε όλους σε έξαλλη κατάσταση. Το
φίδι, το φίδι! Μας φώναξαν µε ένα στόµα. Το φίδι ξαναβγήκε στο πάνω δωµάτιο, στη
κρεβατοκάµαρα της γιαγιάς. Το είδε η µαµά να γυαλίζει στο σκοτάδι καθώς έσκυψε να
πάρει ένα ζευγάρι παπούτσια από την παπουτσοθήκη κι έτρεξε έντροµη έξω από το σπίτι.
Ο πατέρας µου οπλισµένος µε το µικρό µπαλταδάκι (τσεκούρι µικρό) ανεβαίνει και
αρχίζει να τσεκουρώνει το φίδι που ακόµα καθόταν ανενόχλητο πάνω από τα παπούτσια
της µαµάς. Περιτό να σας πω ότι δεν έµεινε παπούτσι για παπούτσι. Όλα είχαν
πετσοκοπεί αλλά και µαζί µ αυτά και το φίδι που έχασε ένα κοµµάτι του πίσω µέρους
του. Αυτό ήταν το µεγάλο κέρδος από όλη αυτή την επιχείρηση, παρά τη ζηµιά από τα
παπούτσια της µαµάς, γιατί το λαβωµένο φίδι µόλις που πρόφθασε να ξεφύγει και να
κρυφτεί µέσα στη ντουλάπα της κρεββατοκάµαρας.
Mε µιας, ο ∆ηµήτρης ψάχνει τριγύρω, βρίσκει πρόχειρο το δίχαλο που δίκην κουτάλας
χρησιµοποιούσαµε για το ανακάτεµα του τραχανόγαλου, που τ αφήναµε καµµιά φορά
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 29
να λιάζει στο µπαλκόνι, και αρχίζει να ψάχνει το φίδι στη βάση της ξύλινης ντουλάπας.
(Είναι άξιο παρατήρησης να προσθέσω ότι η βάση της ντουλάπας ήταν ξύλινη και σε
ύψος 10-15 πόντους από το δάπεδο εξασφαλίζοντας έτσι µια µόνωση αέρα, περιορισµένο
αερισµό και περιορισµό της υγρασίας στο εσωτερικό της). Σπάζοντας λίγο το πάνω
µέρος της βάσης της ντουλάπας, κάτω από τα µικρά ντουλαπάκια της, βρίσκει
κουλουριασµένο το πονεµένο και λαβωµένο φίδι, που στο πλησίασµα όποιου
αντικειµένου, ανασήκωνε λίγο το κεφάλι του και φοβέριζε τον πλησιάζοντα µε ένα άγριο
χ-χ!! Πρέπει νάχεις την εµπειρία από τέτοιες περιπτώσεις για να µη µείνεις σύξυλος σ
αυτή την εικόνα και αφήσεις την όποια προσπάθεια να νικήσεις το αντίπαλο δέος. Κι
αυτή την εµπειρία την είχε µε το παραπάνω ο ∆ηµήτρης. Σαν να µην έτρεχε τίποτα
πλησιάζει µε το δίχαλο και µαγκώνει στο δίχαλο το φίδι λίγο πιο κάτω από το κεφάλι
του. Τα υπόλοιπα ήταν δουλειά ρουτίνας.
Στη συνέχεια, µαζέψαµε όλα τα κοµµάτια από το φίδι και τα µεταφέραµε έξω, σε µια
κοντινή πεζούλα σε ακτίνα καλής όρασης από την εξωτερική αυλή του σπιτιού. Εκεί στη
πεζούλα απλώσαµε το φίδι σ όλο του το µάκρος του σαν να θέλαµε να αποδώσουµε
τιµές στον ξεχωριστό µας αντίπαλο, που τόσες µέρες τώρα, µας έµαθε τόσα πράγµατα µε
την συµπεριφορά του και µας έδωσε την ευκαιρία να αποµυθοποιήσουµε το φόβο του
και να διώξουµε από πάνω µας περίεργα συναισθήµατα. Βλέποντας το φίδι
ακινητοποιηµένο, δεν µπορούσαµε να το πιστέψουµε πως καταφέρναµε και συζούσαµε
µ αυτό τόσο καιρό. Καµαρώναµε ακόµη θεωρώντας το νεκρό φίδι σαν τρόπαιο νίκης
και το δείχναµε σ όλους τους επισκέπτες µας τις επόµενες µέρες. Μετά την ευτυχή
έκβαση της µάχης µας µε το φίδι, φύγαµε για το πανηγύρι του Άη-Γιάννη, µε
ανακούφιση και µε αίσθηση αυτοπεποίθησης.
∆εν θάθελα να παραλείψω να αναφέρω, ότι τα βουνά της Άµαξος είναι γεµάτα φίδια.
Όλων των λογιών. Τα πιο κοινά είναι οι λαφιάτες, οι «ασκόχεντρες» (οχιές) και οι
«νεροφίδες». Τα νερόφιδα µικρά συνήθως ευδοκιµούσαν στα νερά των λαγκαδιών ή
µέσα στις «χαβούζες». Οι οχιές, οι µεγαλύτερες των οποίων φθάνουν σε µήκος γύρω στο
ένα µέτρο, είναι οι πιο επικίνδυνες αν και σπάνια επιτίθενται. Πρέπει να τις πατήσεις ή
να τις φοβίσεις για να γίνει κάτι τέτοιο. Απλά, στο βουνό πρέπει να είσαι προσεκτικός,
να γνωρίζεις τα φίδια και να ξέρεις τις πρώτες βοήθειες σε περίπτωση δαγκώµατος από
οχιά, τίποτε περισσότερο.
Το καλοκαίρι, πολλά από τα φίδια τα βρίσκεις κοντά σε νερά, σε µπαχτέδες αλλά και
αραχτά µέσα σε καµµιά πεζούλα τα καταµεσήµερα. Γρήγορα είχε αναπτυχθεί ένας
συναγωνισµός της νεολαίας της Άµαξος για το ποιος θα σκότωνε τα πιο πολλά φίδια
κάθε καλοκαίρι. Όχι όµως ότι και γινόµασταν κυνηγοί φιδιο-κεφαλών. Άµα τύχαινε και
ανταµώνανε οι δρόµοι µας µε κανένα φιδάκι, τότε βρίσκαµε την ευκαιρία να
βελτιώσουµε την βαθµολογία µας. Πιο µεγάλη επιτυχία όµως θεωρούσαµε την ανεύρεση
του «ρούχου του φιδιού», δηλαδή του αποξηραµένου στον ήλιο δέρµατος του φιδιού,
που το ίδιο το φίδι απαλλάσσεται από αυτό όταν έρθει η ώρα να αλλάξει τη φορεσιά
του. Συνήθως το βρίσκαµε σε σωρούς από ξερά κλαδιά ή στα τοιχώµατα κάποιας
πεζούλας. Αυτά είναι συνήθως τα συνεργάσιµα µε το φίδι µέρη όπου και θα µπορούσε το
φίδι να αποδεσµευθεί από το στενάχωρο δέρµα του και να το αντικαταστήσει µε
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 30
καινούργιο. Το «ρούχο του φιδιού» εθεωρείτο σαν κάτι το ιερό, σαν φυλλαχτό, µια και
πολλοί το χρησιµοποιούσαν σαν απαραίτητο συστατικό που πλαισίωνε το «χαµαλί» τους.
Φροντίζοντας το καθηµερινό ενεργειακό µας απόθεµα
Ολοκληρώνοντας την αναφορά µου πάνω στις καθηµερινές υποχρεώσεις και ασχολίες
µας, δεν πρέπει να παραλείψω την καθηµερινή µας έγνοια για την εξασφάλιση των
ξύλων για προσάναµµα, των ξηρών κλαδιών για τον φούρνο και των χοντρών ξύλων
των απαραίτητων για τη φωτιά της κουζίνας ή το καζάνι του πλυσταριού των ρούχων. Κι
ήταν πράγµατι µια καθηµερινή έγνοια, γιατί τόσο τα χοντρά ξύλα και τα ξηρά κλαδιά
όσο και το προσάναµµα ήσαν δυσεύρετα.
Ακόµη από πολύ µικροί στην ηλικία, κατόπιν προτροπής του πατέρα µας, πέρναµε µια
µεγάλη καλαθίδα και ένα µικρό «σαγλί» (µικρό κοµµάτι λεπτού σχοινιού) και
αµολιόµασταν στο κτήµα για να βρούµε ξηρά κλαδιά για το φούρνο καθώς και
ξυλαράκια µικρά, κουκουτζέλες και δαδί για το προσάναµµα και την διατήρηση χαµηλής
φωτιάς για το ψήσιµο του καφέ ή για ζέσταµα του φαγητού. Το υλικό για το πρσάναµµα
το µαζεύαµε στην καλαθίδα µας. Τα ξερά κλαδιά τα κάναµε µεγάλα δεµάτια δένοντάς τα
σφιχτά µε το «σαγλί» και τα κουβαλούσαµε επ ώµου ή τα σέρναµε αν το επέτρεπε η
διαµόρφωση του κτήµατος. Τα πιο µεγάλα ξύλα µας τα εξασφάλιζαν οι ζηµιές του
χειµώνα, που άφηναν πολλά λιόδεντρα µε σπασµένα µεγάλα κλαδιά. Αλλά και από το
ανοιξιάτικο κλάδεµα, φρόντιζε ο πατέρας µας να έχει αποθηκεύσει αρκετά ξύλα για
χρήση κατά τη θερινή περίοδο. ∆εν υπήρχε περίπτωση να συναντήσουµε ένα καλό ξύλο
στο δρόµο µας και να το σνοµπάρουµε. Βρίσκαµε πάντα το τρόπο να το κουβαλήσουµε
στον πύργο. Καµµιά φορά, όταν η περίσταση το απαιτούσε, η µητέρα άναβε και τη
στρογγυλή τενεκεδένια φουφού µε πρινίτικα Αµαξιώτικα κάρβουνα παραγωγής των
αδελφών Ιωάννου Κουτλή οι οποίοι συνήθως «έκαβαν» το καµίνι τους, απέναντι από το
κτήµα µας, στο κτήµα του Βότσαλου (µετέπειτα ιδιοκτησίας Αλέκου Λαγουµίδη) κοντά
στο πυργάκι και τη µάννα του νερού του κτήµατος.
Τα ξύλα και τα κάρβουνα ήταν τα ενεργειακά αποθέµατα κάθε νοικοκυριού. Και για το
λόγο αυτό, ήταν λιγοστά τα «ρουµάνια», (τα ακαλλιέργητα κτήµατα µε πυκνή άγρια
βλάστηση) γιατί απ τη µια µεριά τα ζώα αποψίλωναν τα κτήµατα από το χορτάρι και απ
την άλλη µεριά µεγάλα αυτοφυή δένδρα όπως πρίνοι, πλατάνια, πετραµήθρες, σχίνοι,
αγριοσυκιές, κλπ, ήταν περιζήτητα για την παραγωγή των ξυλοκάρβουνων. Οι ανάγκες
σε ξύλα κάθε νοικοκυριού, είχαν την συνέπεια να γίνεται, ίσως και άθελα των
νοικοκυραίων, µία συστηµατική πρόληψη των καλοκαιρινών πυρκαγιών, που παρά τα
δυνατά µελτέµια ήταν πολύ λιγοστές και περιορισµένης έκτασης. Σε αντίθεση µε τη
σηµερινή κατάσταση όπου οι φωτιές και πολλές είναι και µεγάλης έκτασης. Σήµερα απ
τη µια µεριά τα εκτεταµένα ρουµάνια, τα γεµάτα χόρτο βουνά λόγω του περιορισµένου
αριθµού των ζώων που τα βόσκουν, και πολλές φορές το απροσπέλαστο µερικών
περιφράξεων κάνουν το σβήσιµο των πυρκαγιών µια δύσκολη υπόθεση.
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 31
Καλοκαιρινές πυρκαγιές
Πρέπει να έχει κανείς την εµπειρία από έστω και µια κατάσβεση πυρκαγιάς στα βουνά
αυτά, για να µπορέσει να συνεκτιµήσει το ποσοστό ενοχής κάθ ενός από τους
παράγοντες αυτούς που συνεπικουρούν τόσο εκτεταµένες πυρκαγιές. Πρέπει να έχεις δεί
πόσο επικίνδυνο γίνεται το «κλώσιµο» του µελτεµιού, αποτέλεσµα της συνεχούς
αλλαγής της διεύθυνσής του, για να είσαι σε θέση και να σχεδιάσεις σωστά µια
στρατηγική κατάσβεσης της φωτιάς και να µη βρεθείς περικυκλωµένος µε τεράστιες
φλόγες σε χρόνο µηδέν. Πρέπει να έχεις δει να σκάνε οι κουκουτζέλες σαν χειροβοµβίδες
και να εκσφενδονίζουν πυρακτωµένους σπόρους σε µεγάλες αποστάσεις δηµιουργώντας
νέες εστίες φωτιάς για να µπορέσεις νάχεις ένα σχέδιο επέµβασης για να σβηστούν οι
µικρές εστίες που δηµιουργούνται εν τη γεννέσει τους. Πρέπει να έχεις νοιώσει την
ταχύτητα που παίρνει η µετάδοση µιας τέτοιας πυρκαγιάς µε ένα µελτέµι 7-8 Μποφώρ
για να κατανοήσεις ότι κανένα µέσο δεν µπορεί να της αντισταθεί αποτελεσµατικά από
µόνο του. Ούτε πυροσβεστικά αεροπλάνα και ελικόπτερα ούτε πυροσβεστικά οχήµατα
από µόνα τους αρκούν. Πρέπει να κατανοηθεί ότι ο πιο καλός σύµµαχος στη κατάσβεση
µιας φωτιάς σ αυτά τα βουνά είναι η πρόληψη, ενώ είναι απαραίτητη η σωστή
στρατηγική επέµβασης (σε τόπο, χρόνο, σε έκταση) σε συνδυασµό και συγχρονισµό µε
τα πυροσβεστικά µέσα χωρίς τα οποία είναι δύσκολο να πολεµήσεις τη µανία της
φωτιάς. Θεωρώ κροκοδείλια τα δάκρυα για τις µεγάλες πυρκαγιές αυτών που δεν
φρόντισαν ούτε καν στον περίγυρο του εξοχικού τους να κάνουν µια µικρή αποψίλωση.
Η πιο συνηθισµένη αιτία των πυρκαγιών τότε, ήταν οι πάνινες «τάπες» των
µπρουστουγεµών που χρησιµοποιούσαν κυνηγοί χάριν οικονοµίας. Και τούτο γιατί
πέφτοντας οι µισοκαµµένες τάπες σε µέρος µε ξερά χόρτα είχαν παρόµοια αποτελέσµατα
µε αυτά από τα αναµµένα αποτσίγαρα. Καίτοι υπήρχαν και φωτιές που προέρχονταν από
αναµµένα τσιγάρα, εν τούτοις µπορώ να πω ότι αυτή η αιτία ήταν λιγότερο συχνή µια και
οι άνθρωποι του βουνού και οι περισσότεροι κυνηγοί φρόντιζαν να σβήνουν µε
σχολαστικότητα τα τσιγάρα τους. Υπήρξαν όµως και πολλές φωτιές που, όπως
διαδίδονταν, τις έβαζαν για λόγους εκδίκησης. Πάντως όπως και νάχε το πράγµα, τις
περισσότερες φορές οι φωτιές ήταν µικρής έκτασης και σβύνονταν αρκετά γρήγορα.
∆εν θάθελα να παραλείψω στο σηµείο αυτό και την µεγάλη συνεισφορά που είχαν στη
πρόληψη των πυρκαγιών οι εµπειρότατοι πυροφύλακες και αγροφύλακες και οι
δασονόµοι που υπηρετούσαν και µέχρι το τέλος της δεκαετίας του 70. Αυτοί οι
άνθρωποι, γεννήµατα θρέµµατα των Πλωµαρίτικων βουνών ήξεραν τη κάθε κίνηση στο
«µερά» τους και ουσιαστικά η παρουσία τους και µόνο δρούσε αποτρεπτικά. Συγχρόνως
όµως εξασφάλιζαν και την άµεση κινητοποίηση όταν συνέβαινε το κακό. Σήµερα, το
κενό των πυροφυλάκων το ανέλαβαν κατά περιοχές σύλλογοι εθελοντών που µόνο τους
κίνητρο είναι η αγάπη της φύσης και η διαφύλαξη των οµορφιών της. Τους αξίζουν
ειλικρινή συγχαρητήρια. Αλλά η ανάδειξη των εθελοντικών αυτών συλλόγων δεν θα
πρέπει να εκληφθεί και σαν πρόσχηµα για την κατάργηση των αγροφυλάκων και
πυροφυλάκων. Ας ελπίσουµε ότι κάποιοι των αστικών κέντρων θα κατανοήσουν κάποτε
την αξία και των πυροφυλάκων και των αγροφυλάκων και θα πάψουν να αναφέρονται
απαξιωτικά για την επανίδρυση των υπηρεσιών αυτών σε σωστές βάσεις αν θέλουµε
πράγµατι οι ορεινές µας περιοχές να ξαναβρούν την ανθρωπιά τους. Πρέπει να γίνει

Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 32
κατανοητό ότι όσο χρειαζούµενοι είναι οι αστυφύλακες στις πόλεις άλλο τόσο
χρειαζούµενοι είναι και οι αγροφύλακες στις αγροτικές και ορεινές περιοχές ειδικά την
σηµερινή εποχή που τα βουνά µας φαντάζουν σαν κοιµητήρια και τόσο ξένα.
Θα κλείσω το θέµα αυτό αναφέροντας δυο χαρακτηριστικά προσωπικά περιστατικά που
νοµίζω ότι υποστηρίζουν τα προλεγόµενά µου. Το πρώτο συνέβη περί το τέλος της
δεκαετίας του εβδοµήντα όταν, αργά το απόγευµα, γυρνώντας µε τα πόδια από την
Άµαξο, κάθησα στο καφενείο του «Πεύκου» να πιω ένα σιγοβρασµένο στη χόβολη καφέ
φτειαγµένο από τον καφετζή Κ. Μουτζούρη, τον µάστορα του καφέ. Η κουβέντα τυπική
και φιλική. Ήταν η ώρα που κι άλλοι περαστικοί σιγοκάθονταν για ένα νερό στο πόδι ή
για ένα καφέ. Κάποια στιγµή, έρχεται να ξαποστάσει και ο αγροφύλακας της περιοχής.
Με το που µας καλησπέρισε, ένας θαµώνας του φωνάζει από µακρυά. «Έ µπιχτσή, µπας
τσ ίδεις του σγούρι ΄µ πούβιτα; Ήβγει απ’ κι µάντρα, τσι δυο-τρεις µέρες τώρα του
γυρεύου». Αυτή η φράση και ο αυθόρµητος και ο απροσχηµάτιστος τρόπος µε τον οποίο
εκφράστηκε µου έκανε φοβερή εντύπωση, ώστε να µείνει το περιστατικό αυτό βαθειά
χαραγµένο στη µνήµη µου. Όχι για το περιστατικό αυτό καθ αυτό. Αλλά για τη σιγουριά
αυτουνού που ρωτούσε, ότι ο µπιχτσής µπορούσε να του δώσει πληροφορία όχι για το
παιδί του ή το χωράφι του αλλά για το ζωντανό του. Που κι αυτό, σαν µέλος µιας
οικογένειας, έπρεπε, όπως ήταν γνώριµο στον αφέντη του, να ήταν γνώριµο και από τους
άλλους και µάλιστα πολύ περισσότερο έπρεπε να ήταν γνώριµο και στο µπιχτσή (άσχετα
αν σ όλους εµάς όλα τα ζωντανά του ίδιου είδους είναι τα ίδια κι απαράλλαχτα). Γιατί
έτσι έπρεπε να ήταν ο αγροφύλακας (για νάναι αποδεκτός). Έπρεπε να γνώριζε µε την
ίδια ευκολία και τους ανθρώπους και τα ζωντανά αλλά και κάθε γωνιά «του µερά του».
Και πράγµατι τέτοιος ήταν τότε. Γιατί όπως ο καλός δάσκαλος γνώριζε κάθε ένα από
τους πολυπληθείς µαθητές του, έτσι και ο αγροφύλακας γνώριζε όχι µόνο τους
ανθρώπους αλλά και τα ζωντανά της περιοχής του. Περιττό να σας πω, ότι η πληρορορία
που γύρεψε ο άγνωστός µου θαµώνας ήταν άµεση εκ µέρους του αγροφύλακα.
Το δεύτερο συµβάν, έλαβε χώρα την ίδια περίπου περίοδο. Γύρναγα από µια επίσκεψη
µου στο κτήµα της Ανάληψης. Πριν καλά-καλά αφήσω το µονοπάτι και να βγώ στο
εκκλησάκι της Ανάληψης µε σταµατά ένας άγνωστός µου και άρχισε να µε διερευνά:
πώς από τα µέρη µας, τι σε φέρνει κατά δω, κλπ κλπ. Η κουβέντα γύρισε γρήγορα πολύ
φιλική µετά τις αλληλο-συστάσεις µας για να µάθω στη συνέχεια και την αιτία της
«ανάκρισης» που βάλθηκε να µου κάνει ο άγνωστος µου αυτός που καθόταν εκεί µε
συντροφιά τα κυάλια του. Ήταν ο πυροφύλακας της περιοχής κατασκηνωµένος σ΄ένα
από τα πόστα του προσέχοντας κάθε γνωστό και άγνωστό του εισβολέα «του µερά του».
Ταµένος να φυλάττει τις οµορφιές της περιοχής, που δυστυχώς ύστερα από λίγα χρόνια,
λόγω έλλειψης πυροφύλλαξης και πρόληψης, έγιναν κι αυτές παρανάλωµα της φωτιάς.
Με τις πιο πάνω αναφορές µου δεν θέλω να νοµισθεί ότι η αναφορά µου στην
χρησιµότητα των αγροφυλάκων σχετίζεται κυρίως µε τα αγροτοκτηνοτροφικά θέµατα
των περασµένων χρόνων. Τα περισσότερα από αυτά τα προβλήµατα τα προσπεράσαµε
ανεπιστρεπτί. Όπως για παράδειγµα, το αν µπήκαν τα ζώα του ενός στο κτήµα ή το
µπαχτσέ του άλλου. Αν «οι χώρσες» δεν καταπατήθηκαν και αν «µαζεύτηκαν» ισοµερώς
από τους γείτονες. Αν τηρούνται οι χρονικές περίοδοι ελεύθερης βοσκής των µεγάλων
ζώων, κλπ κλπ. Οι σηµερινές ανάγκες σίγουρα απαιτούν µια αναπροσαρµογή του

 

Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 34
µολύνουν την «αλίπαστη» γειτονιά µας µε ψίθυρους για ζαβολιές χηµικής λίπανσης σε
µερικούς από τους µπαχτσέδες της περιοχής.
Η τροφοδοσία µας στα υπόλοιπα τρόφιµα γινόταν κυρίως από το Πλωµάρι. Αλλά, αν ήτο
ανάγκη, γινόταν και από τα µαγαζιά του Παλαιοχωρίου και του Καµµένου-Χωριού, που
ήταν σε απόσταση µισής ώρας το καθένα από τον πύργο µας. Κάθε βδοµάδα, ο πατέρας
µου στην αρχή, και αργότερα κι εγώ αντ αυτού, κατεβαίναµε στο Πλωµάρι καβάλα σε
ένα από τα δυό µουλάρια µας, εφοδιασµένοι µε τέσσερες καλαθίδες, βαλµένες µέσα σε
δυό «χιχµπέδις» κατασάµαρα φορτωµένους, έτοιµες να υποδεχτούν τις παραγγελίες του
σπιτιού αλλά και, αν τύχαινε, και των γειτόνων. Μιάµιση ώρα, το λιγότερο, µας έπαιρνε
να κατεβούµε στο Πλωµάρι µε την ησυχία µας χωρίς να ζορίζουµε το µουλάρι. Στο
γυρισµό, ανάλογα µε το φόρτωµα του ζώου κάναµε λίγη περισσότερη ώρα.
Το δεκαπενταύγουστο, οι παραγγελίες για τρόφιµα δεν ήταν και τόσο πολλές. Και τούτο
γιατί η νηστεία της περιόδου αυτής, που τηρούνταν ευλαβικά µε ευθύνη της γιαγιάς και
της µητέρας µου, περιόριζε τις παραγγελίες στην αγορά 2-3 καρπουζιών, λίγου χαλβά,
ταραµά, ταχίνη, καφέ, ζάχαρι, αλεύρι, σιτάρι για τον τραχανά, και παρόµοια. Καµµιά
φορά έπαιρνα και κανένα ψωµί αν τύχαινε και δεν θα µας έβγαζε το ψωµί, που ζύµωνε η
µητέρα µου, µέχρι το νέο ζύµωµα. Μετά το δεκαπενταύγουστο, οι παραγγελίες
περιλάµβαναν την αγορά λίγου κρέατος µια και η έλλειψη ψυγείου δεν επέτρεπε την
αγορά µεγαλύτερης ποσότητας. Εκτός από αυτό, και το κρέας έπρεπε να είναι από
φρεσκο-σφαγµένο ζώο πράγµα που µας ανάγκαζε να κατεβαίνουµε στο Πλωµάρι τα
Σάββατα µια και την Παρασκευή κυρίως λειτουργούσε το σφαγείο του Καναρά. Εκτός
και εάν καταφεύγαµε σε κανένα από τα καλοθρεµµένα κοτόπουλά µας που τα
µεγαλώναµε για το σκοπό αυτό. Γι΄αυτό και η προτίµησή µας ήτο στο ψάρι, που απ την
1η Σεπτεµβρίου, οπότε άρχιζαν οι τράτες το ψάρεµα, το έβρισκες φρέσκο και άφθονο
καθηµερινά.
Αυτή ή όχι και τόσο συχνή σχέση µας µε το κρέας και το ψάρι τα γλύκανε και τα
νοστίµιζε διπλά και τριπλά και µάλιστα ύστερα από τη νήστεια του δεκαπενταύγουστου.
Που έκανε τη τσίκνα από το ψήσιµό τους να συναγωνίζεται τη ευωδιά της θεϊκής
αµβροσίας και το ούζο και το κρασί να ταυτοποιούνται σαν το νέκταρ το Πλωµαρίτικο.
Ακόµα θυµάµαι το τηγάνισµα της µαρίδας, που ακολουθούσε µια τέτοια τροφοδοσία µας
από το Πλωµάρι. Ήταν ένα γιορτινό τραπέζι που δικαιολογούσε και µια-δυο σταγόνες
ούζου στο νεροπότηρό µας και για µας τους πιτσιρικάδες.
Οι βαρειές παραγγελίες που είχαµε αφορούσαν υλικά περίφραξης (αγκυλωτό και απλό
σύρµα, καρφιά διαφόρων ειδών), κανένα σακί τσιµέντο και «άσβεστο» («ατσίµστουν»)
ασβέστη, καθώς και την µεταφορά αγροτικών εργαλείων, ιδιαίτερα των «τσαπιών»
(κασµάδων), που έπρεπε από καιρού εις καιρόν να ατσαλωθούν σ ένα από τα
σιδεράδικα του Πλωµαριού. Ακόµα έπρεπε να φροντίσουµε και το «πετάλωµα» των
ζώων µας και πολλές φορές να κουβαλήσουµε στο πύργο και καµµιά «µπάλα» άχυρο
µια και οι κοντινές βοσκές αποψιλωνόντουσαν πολύ γρήγορα. (Το αναφέρω αυτό για να
δώσω έµφαση στο γεγονός ότι η αποψίλωση που γινόταν από το βόσκηµα των ζώων
ήταν τέτοια που έκανε «καθρέπτες» τα κτήµατα και δεν άφηνε περιθώρια για την
ανάπτυξη ή εξάπλωση των πυρκαγιών σε αντίθεση µε την σηµερινή εικόνα).
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 35
Στη περίπτωση που είχα να κουβαλήσω και το άχυρο στην εξοχή µας, έπρεπε να
φορτώσω την «µπάλα» προσεκτικά για να αντέξει στα ταρακουνήµατα του µουλαριού
και για να την πάω ακέραια στον προορισµό της. Θυµάµαι την πρώτη φορά που µου
έτυχε να κάνω µια τέτοια µεταφορά και τη λαχτάρα που πήρα λόγω της ατζαµοσύνης
µου. Και τούτο γιατί ενώ ήµουν πολύ καλός στο φόρτωµα, εν τούτοις µου έλειπε η πείρα
για κάτι τέτοιες µεταφορές. Και εξηγούµαι: Όλα πήγαιναν µια χαρά κατά την παρθενική
επιστροφή µου µε φορτωµένο το άχυρο. Όµως λίγο πιο πάνω «απ τ Πουλίκ του
Κάµπου», ένα άκουσµα «πατ» µε έκανε να αλλάξω χρώµα. Το «πατ» ήταν από το
σπάσιµο ενός από τα σύρµατα µε τα οποία δένεται η µπάλα το άχυρο, που όπως
διαπίστωσα ήταν ένα από αυτά που δένουν τη µπάλα κατά το µήκος της, ό,τι χειρότερο
δηλαδή µπορούσε να µου συµβεί. Κι αυτό ήταν το αποτέλεσµα από το συνεχές τρίψιµο
του σύρµατος της µπάλας στο ξύλο του σαµαριού του ζώου λόγω του συνεχούς
λικνίσµατος που συνοδεύει την κάθε ηµιονική κίνηση. Το «πατ» ήταν το αποτέλεσµα της
απειρίας µου, της ατζαµοσύνης µου, θάλεγα, για τέτοιες δουλειές. Γιατί ένας έµπειρος
αγωγιάτης θα προνοούσε να προφυλάξει το σύρµα που εφάπτετο µε το σαµάρι, µε ένα
αδειανό τσουβάλι ή µε κάποιο ύφασµα. Έλα όµως που εγώ δεν ήξερα από τέτοια;
Από το σηµείο που έσπασε ένα από τα σύρµατα της µπάλας και µετά, η επιστροφή µου
στο πύργο ήταν ένας εφιάλτης. Και τούτο γιατί δεν είχα διαθέσιµα τσουβάλια να βάλλω
το άχυρο αν τύχαινε και µου διαλυόταν η µπάλα, κι ούτε ήθελα να πάω στο πύργο
έχοντας µια αβαρεία στο ενεργητικό µου. Έτσι, έδεσα µε το «φόρτωµα» του σαµαριού
όσο καλλίτερα µπορούσα τη µπάλα και συνέχισα την επιστροφή µου σε χαµηλή
ταχύτητα προσευχόµενος. Όσο ήµουν στον αµαξιτό δρόµο, και στην κατηφόρα από το
Σελάδι και µετά, τα πράγµατα δεν πήγαιναν και άσχηµα. Άρχισα να ξεθαρρεύω. Κι αυτή
η χαρά κράτησε µέχρι το καφενείο της ∆έσποινας απ΄όπου άφηνα τον αµαξιτό δρόµο και
ακολουθούσα το µονοπάτι προς το πύργο µας. Στην τελευταία και απότοµη ανηφόρα από
τη λαγκαδιά προς τον πύργο, φίδια άρχισαν να µε ζώνουν µια και έβλεπα την µπάλα το
άχυρο να αλλάζει σχήµα, να καµπυλώνεται, να «ανοίγει» µεγάλες ρωγµές, έτοιµη να
διαλυθεί. Με τη ψυχή στο στόµα φτάνω επί τέλους στον κάγκελο του κτήµατος έξω από
τον πύργο. Κι εκεί ακριβώς συνέβη αυτό που φοβόµουνα. Η µπάλα το άχυρο έσπασε σε
τρία-τέσσερα µεγάλα κοµµάτια που έπεσαν στο χώµα µε ένα τρόπο που έµοιαζε να
µούλεγε: «Βλέπεις κρατηθήκαµε όσο έπρεπε για να φτάσουµε ως εδώ». Απ τη µεριά
µου πάλι, δεν είχα λέξεις να ευχαριστώ το Θεό που τέλειωσε έτσι η αγωνία µου και γιατί
µου πλούτησε την εµπειρία µου µε ένα όχι και τόσο ακριβό µάθηµα.
Παρασκευή του ψωµιού
Όπως και πιο πάνω είπα, κατά κανόνα η αγορά του ψωµιού δεν συµπεριλαµβάνετο στη
λίστα των αγαθών που έπρεπε να προµηθευθούµε από το Πλωµάρι. Και τούτο γιατί, κατά
την διάρκεια του παραθερισµού µας το ψωµί το ζύµωνε η µητέρα µου και το έψηνε στο
µικρό φουρνάκι που ήταν κτισµένο κολλητά δίπλα από το πύργο µας από τον οποίον το
χώριζε µια µικρή αποθήκη που την χρησιµοποιούσαµε και σαν κοτέτσι.
Το ψήσιµο του ψωµιού ήταν µια µέρα γλυκειάς αναµονής για φρέσκο ζεστό ψωµί (και
ό,τι άλλο ήθελε προκύψει κουλουράκια, κέϊκ κλπ ) αλλά και δουλειά για κάθε µέλος
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 36
του σπιτιού. Από βραδύς έπρεπε να γίνει η προετοιµασία, το προζύµωµα µε τη µαγιά σε
µια σκάφη µικρή που χρησιµοποιείτο µόνο για το ζύµωµα. Και τούτο γιατί το ψωµί που
έφτειαχνε η µητέρα µου ήταν για τις ανάγκες µιας ολόκληρης εβδοµάδας και ίσως και
για περισσότερες µέρες. Η προετοιµασία ξεκίναγε µε το κοσκίνισµα του αλευριού µε το
κυκλικής βάσης κόσκινο, που πάντα φροντίζαµε να ήταν σε καλή κατάσταση. Το
κοσκίνισµα ήταν απαραίτητο γιατί το αλεύρι τότε δεν ήταν των σηµερινών
προδιαγραφών τόσο ως προς την ποιότητα όσο και ως προς την συσκευασία του. Αλεύρι
από το τσουβάλι ήταν, που συνήθως το προµηθευόµαστε από τον µπακάλη µας µέσα σε
µεγάλους «σουφράδες» φτειαγµένους επίτηδες για το σκοπό αυτό. Με το κοσκίνισµα το
αλεύρι όχι µόνο αποκτούσε ανάλαφρη χνουδάτη υφή αλλά και απαλλασσόταν από
διάφορα σκουπίδια και από το πολύ χοντρό πίτουρο, που κι αυτό µε τη σειρά του δεν
πήγαινε χαµένο, µια και ήταν ένας πρώτης τάξεως µεζές για τις κατσίκες µας ή,
υγραµένο µε λίγο νερό, για τις κότες µας.
Μετά το κοσκίνισµα του αλευριού, άρχιζε το επίπονο στάδιο του προζυµώµατος και του
ζυµώµατος. Το προζύµωµα γινόταν αποβραδίς. Είναι το στάδιο κατά το οποίο
µεταφυτεύεται η δύναµη της «µαγιάς» στη ζύµη που θα της επιτρέψει να «ανεβεί» και να
µεταµορφωθεί µε το ψήσιµο σε αφράτο ψωµί. Κι αυτό αντικατοπτριζόταν στην ιερότητα
της µαγιάς πούχε φτειαχθεί µέρες πριν, µε ευλάβεια κι υποµονή µε τον «αγιασµό του
Σταυρού». Η παρασκευή της γινόταν ανακατεύοντας στην αρχή λίγο κοσκινισµένο
αλεύρι µε τον αγιασµό και αφήνοντας τη µικρή αυτή ποσότητα της ζύµης που
δηµιουργείτο να «ανέβει» σε ζεστό περιβάλλον. Μετά το ανέβασµά της, η ζύµη
ξαναπλάθονταν µε την προσθήκη αλευριού και αγιασµού. Στην συνέχεια, η νέα ζύµη
αφήνονταν να ανεβεί και επαναλαµβάνετο η διαδικασία αυτή αρκετές φορές έως ότου
φτειάχνετο η ποσότητα της ζύµης-µαγιάς που ήθελε η νοικοκυρά. Αυτή τη ζύµη την
φύλαγαν για µαγιά και απ αυτήν έπαιρναν ένα µικρό µέρος για το προζύµωµα κάθε
φορά που θα ζύµωναν για ψωµί. Σιγά-σιγά όµως ο τρόπος αυτός της παρασκευής της
µαγιάς έδωσε τα σκήπτρα του στην έτοιµη, την αγοραστή, την µαγιά της µπύρας, που
µπορούσαµε να την προµηθευτούµε από τον φούρνο της γειτονιάς µας. Και µαζί µ αυτή
την αλλαγή, χάθηκε και η αίσθηση της ιερότητας του ψωµιού που αντικατοπτρίζονταν
στην αντίδρασή µας αν τύχαινε και µας έπεφτε ένα κοµµάτι του από τα χέρια, πράγµα
που µας έκανε να σκύβουµε αυτόµατα για να πιάσουµε το ψωµί, που το φιλούσαµε
σταυροκοπούµενοι µε ευλάβεια.
Το προζύµωµα τελείωνε µετά από καλό πλάσιµο της ζύµης µε την προσθήκη της µαγιάς
και του απαραίτητου αλατιού. (Άλλοι συνήθιζαν να προσθέτουν και λίγο λάδι). Η ζύµη
αφήνονταν να ανεβεί σε ζεστό περιβάλλον που το διασφάλιζαν µια-δυο «βελέτζες» σε
µια γωνιά της κουζίνας. Το επόµενο πρωϊνό, η ανεβασµένη ζύµη αφού ζυµώνονταν πάλι
για λίγο, πλάθονταν σε καρβέλια διαφόρων µεγεθών που τοποθετούντο στην πινακωτή
και αφήνονταν πάλι να ανεβούν στη ζεστασιά των «βιλέτζων». ∆εν ήταν λίγες οι φορές
που υπήρχε µέριµνα για την παρασκευή και ενός ή δύο «πρόσφορων» που ξεχώριζαν από
τα άλλα ψωµιά λόγω του µικρότερου µεγέθους τους αλλά και της εκκλησιαστικής
σφραγίδας µε την οποία σφραγίζονταν.
Για µας τους πιτσιρικάδες το πανηγύρι άρχιζε µε την προετοιµασία του µικρού µας
θολωτού ξυλόφουρνου, που ήταν κτισµένος στη σειρά δίπλα από τον πύργο και µετά την
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 37
αποθήκη. Κτισµένος από καλό κοκκινότουβλο µε µαστοριά, ενισχυµένος ολόγυρα και
από την οροφή µε παχείς τοίχους, που του εξασφάλιζαν την απαιτούµενη θερµοµόνωση
για το χρονικό διάστηµα του ψησίµατος και όχι µόνο. Η βάση του φούρνου ήταν
φτιαγµένη από µεγάλες πλάκες καλά αλφαδιασµένες και στρωµένες πάνω σε χοντρή
βάση. Ένα µικρό πορτάκι από χοντρή λαµαρίνα, που σφάλιζε ερµητικά µε µια µικρή
«τσάγκρα», χώριζε το εσωτερικό του φούρνου από ένα µικρό προθάλαµο. Κι ο
προθάλαµος µε τη σειρά του έκλεινε πρόχειρα µε µια λαµαρίνα που λειτουργούσε σαν
συρόµενο πορτάκι και αποµόνωνε έτσι το εσωτερικό µέρος του φούρνου από τον
περιβάλλοντα χώρο. Ήταν ένας πρακτικός τρόπος για να προφυλλάγεται η χόβολη και τα
αναµµένα κάρβουνα από τους δυνατούς αέρηδες των καλοκαιρινών µελτεµιών. ∆εξιά κι
αριστερά, υπήρχαν κατάλληλοι αναρτήρες από µικρά πασαλάκια µπηγµένα στον τοίχο,
που επέτρεπαν την ανάρτηση των πιο σηµαντικών σύνεργων που ήσαν απαραίτητα για το
«πύρωµα» του φούρνου και για το φούρνισµα και ξεφούρνισµα ψωµιών και νταβάδων
όπως τα «φραγκόφτυαρο», «ζντιρόφκυαρο», «τσατάλι», «σχίβαστρο», «πάνα», «µασιά».
Λιόκλαδα, µαζεµένα από δω κι από κει ήταν αυτά, που µε την δυνατή φλόγα τους θα
«πύρωναν» το θόλο και τα πλευρά του φούρνου. Λίγα ξύλα χοντρά θα εφοδίαζαν το
φούρνο µε σιγόκαυτα πυρωµένα κάρβουνα, που θα διατηρούσαν την «πυρωσιά» του όσο
θα χρειαζόταν για να ψηθεί καλά το ψωµί.
Λιόκλαδα, δυο-τρία χοντρά ξύλα και λίγο προσάναµµα, όλα σε στάση αναµονής για να
αρχίσει το «πύρωµα» του φούρνου. Κι όταν δινόταν η συγκατάθεση των µεγάλων, ένα
σπίρτο ήταν αρκετό για να λαµπαδιάσει το εσωτερικό του φούρνου. Σ αυτή τη φάση το
πιο πολύτιµο εργαλείο ήταν το «τσατάλι», το δίχαλο από ξύλο ελιάς, που
χρησιµοποιούσαµε για να σπρώχνουµε τα κλαδιά στο εσωτερικό µέρος του φούρνου.
Τα ξερά λιόκλαδα στην αρχή, έδιδαν την τεράστια φλόγα που χρειαζόταν για να «κάψει»
η οροφή και τα πλαϊνά µέρη. Έπρεπε όλα να κοκκινίσουν για να µπορέσουν να
διατηρηθούν σε υψηλή θερµοκρασία και το κοκκίνισµα έπρεπε να ήταν καθολικό για ένα
οµοιόµορφο ψήσιµο που συνήθως χρειαζόταν αν θα ψήνονταν και νταβαδωτές νοστιµιές
(παξιµάδι, κουλουράκια, φαγητό, κλπ).
Το «κάψιµο» και «πύρωµα» του φούρνου κράταγε αρκετή ώρα. Κι όταν πια το έµπειρο
µάτι των µεγάλων έγνευε συγκαταβατικά, τρίβαµε το δάπεδο του φούρνου µε το
«σχίβαστρο» και µε ειδική τσουγκράνα τραβούσαµε τα αναµµένα κάρβουνα και τις
στάχτες από το εσωτερικό προς το πορτάκι και τον προθάλαµο του φούρνου. Εκεί
παρέµειναν τα κάρβουνα, σκεπασµένα αν χρειαζόταν µε µια λαµαρίνα ανάλογα, για να
διατηρούν σταθερή τη θερµοκρασία του φούρνου κατά την διάρκεια του ψησίµατος.
Μετά το καθαρισµό του φούρνου από τα «χοντρά» άρχιζε το «πάνισµα» της βάσης του
φούρνου µε την βρεγµένη και καλά στραγγισµένη «πάνα». Με το πάνισµα ο φούρνος
ήταν έτοιµος για το φούρνισµα του ψωµιού και για ότι άλλο θα επακολουθούσε.
Όταν πια όλα ήταν έτοιµα, φέρναµε την «πινακωτή» (την ειδική µακρόστενη σκάφη τη
χωρισµένη σε θήκες) µε τα ανεβασµένα καρβέλια που φουρνίζονταν πρώτα. Ήταν
µεγάλα, περίπου των δύο κιλών σε βάρος (µετά το ψήσιµο) και έπρεπε να ψηθούν µε
προσοχή, σε µέτρια θερµοκρασία, για να µη µείνουν «λασπωµένα» στο εσωτερικό τους.
Το προσεκτικό και οµοιόµορφο ψήσιµό τους θα επέτρεπε να διατηρηθούν αφράτα για
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 38
πολλές µέρες χωρίς να µουχλιάζουν. Σε τούτο βοηθούσε και το φύλλαγµά τους στο
ξύλινο σεντούκι της κουζίνας, τυλιγµένα σε κατάλληλες υφαντές «µεσάλες» (πεσέτες),
που επέτρεπαν τον ελαφρύ αερισµό τους. Οποία αντίθεση µε τη σηµερινή χρήση των
πλαστικών σακκούλων που κρατούν ερµητικά τυλιγµένα τα ψωµιά και τα µετατρέπουν
σε µαστιχοειδή σκευάσµατα µετά από µια-δυο µέρες!
Τα καρβέλια φουρνίζονταν στο µέσα µέρος του ξυλόφουρνου µε ένα καθαρισµένο καλά
µεγάλο ξύλινο φτυάρι, το φραγκόφτυαρο, αφού το πασπάλιζαν µε αρκετό αλεύρι για να
µη κολλάνε σ αυτό τα ψωµιά. Είχε καθιερωθεί µαζί µε τα καρβέλια να φουρνίζεται και
µια λεπτή «πίττα» ανέβαστου ψωµιού, που αποτελούσε και τον κράχτη όλης αυτής της
επίπονης διαδικασίας της παρασκευής του ψωµιού. Φουρνίζονταν έξω-έξω, κοντά στο
πορτάκι του φούρνου και δεν χρειαζόταν το µακροχρόνιο ψήσιµο που χρειάζονταν τα
καρβέλια. Αρκούσε σχετικά λίγη ώρα για να ψηθεί και να ξεφουρνιστεί η
ροδοκοκκινισµένη πίττα. Ήταν η ώρα της µεγάλης-µικρής µας απόλαυσης. Ζεστή όπως
ήταν, την έκοβε η µητέρα µου σε µεγάλα κοµµάτια που θα έδινε ένα στον καθένα µας
αφού θα τα «άνοιγε» στο µέσον, θα τα πασπάλιζε µε µαγειρικό λεπτόρευστο βούτυρο και
θα τα δίπλωνε πάλι για να διαχυθεί το βούτυρο σ΄όλο το κοµµάτι. Αυτή ήταν η στιγµή
της επιβράβευσης της συνεισφοράς µας στην όλη διαδικασία της παρασκευής του
ψωµιού. Ήταν κι αυτό µια από τις λαχταριστές λιχουδιές του αγροτικού νοικοκυριού.
Εκτός από το ψωµί, έπρεπε να κάµει η µητέρα µου το παξιµάδι και διάφορες άλλες
νοστιµιές όπως κουλουράκια, καρυδόπιττα, αµυγδαλόπιττα, διάφορα κέϊκ και ότι θα
µπορούσε να γίνει µε τα λιγοστά µέσα που πρόσφερε το νοικοκυριό του βουνού. Το
παξιµάδι ήταν απαραίτητο για το πρωϊνό µικρών και µεγάλων είτε µε το λιγοστό γάλα
που µας εξασφάλιζαν οι δυο κατσίκες µας (κατά το τέλος της γαλακτοκοµικής περιόδου
τους) είτε µε ένα «ζεστό» του βουνού (δεντρολίβανο ανακατεµµένο µε φασκόµηλο και
«πιντόνικο»). ∆εν µας χαλούσε καθόλου αν το παξιµάδι το αντικαθιστούσαµε µε τα
νοστιµότατα σουσαµένια λαδερά κουλουράκια, τα οποία συνήθως προορίζονταν για τις
ώρες του καφέ, λίγο αργότερα το πρωΐ ή το απόγευµα την ώρα της καµπάνας του
εσπερινού ο ήχος της οποίας µας ερχόταν διαπεραστικός από την Μεταµόρφωση του
Σωτήρος τη Παναγιά») απέναντι από το Μεγαλοχώρι.
Τα κουλουράκια και τα παξιµάδια είχαν καθένα την δική τους προετοιµασία και τα δικά
τους µυστικά της παρασκευής τους. Όλα νταβαδωτά, φουρνίζονταν σε νταβάδες
κατάλληλους σε µέγεθος που καθορίζονταν από τις διαστάσεις του είχε το πορτάκι του
φούρνου. Το «ζντιρόφκυαρο»7 ήταν το κατ εξοχήν σύνεργο στη περίπτωση αυτή. Για
µας, το ενδιαφέρον δεν εστιάζετο στο στάδιο της παρασκευής των νοστιµιών αυτών. Το
ενδιαφέρον µας επικεντρωνόταν στο στάδιο του ξεφουρνίσµατός των, όταν µισο-ζεστά,
πια, αφράτα και τρωγανά, θα µπορούσαµε να τα γευθούµε ή να βουτήξουµε σένα
κουπάκι µε γάλα αρωµατισµένο µε λίγο (ελληνικό) καφέ.
Εκτός από τις νοστιµιές των ζυµωτών αγαθών, ο φούρνος έδινε την ευκαιρία για το
ψήσιµο κάποιου εκλεκτού φαγητού (όπως για παράδειγµα µελιτζάνες παππουτσάκια,
κοτόπουλο - της παραγωγής µας - µε πατάτες, κλπ) αλλά και για να «ρίξουµε» στο
7 Το «ζντιρόφκυαρο» χρησιµοποιείτο για το ξεφούρνισµα, για τους νταβάδες, κλπ, κλπ.
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 39
φούρνο κυδώνια και µήλα του µπαχτσέ µας για ψήσιµο. Τα µήλα και τα κυδώνια τα
αφήναµε να ψηθούν σε σιγανό φούρνο µέσα σε µικρά αλουµινένια ταψιά ή (ειδικά για τα
κυδώνια) αφήνοντάς τα κοντά ή µέσα στη «µισοχωνεµένη» χόβολη στον προθάλαµο του
φούρνου. Θυµάµαι την υπέροχη γεύση και ευωδιά τους την ανάκατη µε την µυρωδιά της
κανέλλας µε την οποία τα πασπαλίζαµε πλουσιοπάροχα. Ακόµα και πατάτες ψηµένες στη
χόβολη ήταν για µας µια άλλη θεσπέσια νοστιµιά που γινόταν ακόµα πιο λαχταριστή
τρώγοντάς την αχνιστή προσθέτοντας λίγο αλατισµένο µαγειρικό βούτυρο.
Μετά τα ψησίµατα, αφήναµε την «αχλιά» (στάχτη) να χωνέψει τελείως και να κρυώσει
µέσα στο φούρνο για να µπορέσουµε να την αποθηκεύσουµε µε σιγουριά πυρασφαλείας
σε ένα παληό τενεκέ του λαδιού κατάλληλα διαµορφωµένο. Η στάχτη αυτή δεν «πήγαινε
χαµένη». Αποτελούσε το «βιοµηχανικό» απορρυπαντικό της εποχής εκείνης, που
χρησιµοποιείτο ευρύτατα για τη λεύκανση των άσπρων ρούχων και σεντονιών. Τίποτε
δεν πήγαινε χαµένο στο κύκλο αυτό της χρήσης του φυσικού αγαθού του ξύλου, όπως
ακριβώς είδαµε πως συνέβαινε και µε τη χρήση του άλλου φυσικού αγαθού, του νερού,
κάθε σταγόνα του οποίου εύρισκε και τον κατάλληλο αποδέκτη της.
Εργασίες συντήρησης του κτήµατος
Μια από τις παραγωγικότερες και σπουδαιότερες καλοκαιρινές µας δραστηριότητες στο
κτήµα ήταν η συντήρησή του, η οποία ουσιαστικά επικεντρωνόταν στην επιδιόρθωση
των «πεζούλων» και της περίφραξης του κτήµατος, στο πότισµα των «φτυφτών» (των
νεοφυτευθέντων δενδρυλλίων της ελιάς), στην επιδιόρθωση των κεραµιδιών του σπιτιού
και του στάβλου, στον καθαρισµό των υδρορροών (χαντακιών) του σπιτιού, στον
καθαρισµό και στη συντήρηση του νερού και της χαβούζας, κλπ, κλπ.
Με τον όρο «πεζούλα», αναφερόµαστε στο ανάχωµα που χτίζεται σε επικλινή ορεινά
εδάφη για την συγκράτηση των βρόχινων νερών και της διάβρωσης του εδάφους αλλά
και για την δηµιουργία επίπεδων τµηµάτων κατάλληλων για καλλιέργεια. Στο κτήµα µας,
οι πιο πολλές πεζούλες αφορούσαν κυρίως το περιχαράκωµα των λιόδενδρων αν και
υπήρχαν µερικές µεγάλες πεζούλες, τα «σέτια», που συγκροτούσαν τον µπαχτσέ µας ή το
µικρό αµπελάκι µας. Το βασικό µέρος και χαρακτηριστικό µιας πεζούλας είναι το κτιστό
µέρος της, γνωστό και σαν ξερολιθιά. Αυτό κτίζεται µόνο µε πέτρες που αφήνουν πολλά
µικρά κενά µεταξύ τους διευκολύνοντας έτσι την απορροή των παραπανήσιων νερών της
βροχής, αυτών που ξεπερνούν σε ποσότητα την απορροφητικότητα του εδάφους. Αυτό
το κτιστό κοµµάτι, µε την πάροδο του χρόνου χαλάει, γκρεµίζεται, και πρέπει να
επιδιορθωθεί ή να κτιστεί από αρχής. Συνήθως κτίζεται από αρχής, σε νέα θεµέλια και µε
καινούργιες ως επί το πλείστον πέτρες. Το άλλο µέρος της πεζούλας αφορά το έδαφος
που περιχαρακώνεται από την ξερολιθιά. Συνήθως στο έδαφος της πεζούλας
«φιλοξενούνται» και αναπτύσσονται τα λιόδεντρα ή δηµιουργούνται µπαχτσέδες ή
αµπέλια.
Η επιδιόρθωση των πεζούλων έδινε άλλη εικόνα στη παραθεριστική µας ζωή. Έδινε
άλλη ζωντάνια στην καθηµερινότητά µας, µια και ένα συνεργείο ολόκληρο από
µαστόρους και βοηθούς, ανελάµβαναν να ξανασυνθέσουν τις «πεσµένες» (χαλασµένες)
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 40
πεζούλες και να συγκρατήσουν τις απότοµες πλαγιές του κτήµατός µας από του να
κυλήσουν στο ποτάµι και να εξαφανιστούν µαζί του ή να ξαποστάσουν µε τα χρόνια σαν
βοτσαλάκια στην παραλία της Μελίντας. Και δεν ήταν µόνο γι αυτό. Γιατί οι
καλοχτισµένες πεζούλες κρατούν στην αγκαλιά τους τα λιγοστά βρόχινα νερά για να µας
τα ανταποδώσουν µε τη µορφή µικρών πηγών µάννες»), οάσεις δροσιάς, κατά την
περίοδο του καλοκαιριού. Και τέτοιες ήταν διάσπαρτες στα βουνά της Άµαξος και
κυρίως κατά µήκος της λαγκαδιάς µε τις πιο απόµακρες και αραιοσύχναστες πηγές να
προσελκύουν τα κοπάδια από τις πέρδικες, που πρωΐ και απόγευµα, τις άκουγες να
διαλαλούν την ξένοιαστη παρουσία τους, από τα Βρυσούδια και την Βέρση µέχρι το
Γυαλί και τον Καλόγερο και τις κορφές της Κάτω Άµαξος. Ένα πανδαιµόνιο χαράς, που
έσβησε από το αλόγιστο κυνήγι και τα φυτοφάρµακα. Και είναι κρίµα αυτά τα όµορφα
πουλιά µε το διαπεραστικό κελάηδηµά τους να τα αιχµαλωτίζουµε σε κλουβιά σαν µικρά
καναρίνια ή να τα µεγαλώνουµε σε ειδικά εκτροφεία και να τα αφήνουµε, δήθεν για
εµπλουτισµό της πανίδας, βορά των αλεπούδων και των ασυνείδητων κυνηγών.
Όλο το έργο της συντήρησης του κτήµατος, που ήταν ένα ξεχωριστό έργο ζωής, ήταν
αφηµένο στους µαστόρους της πέτρας, στο µεράκι τους και την αγάπη τους για τη
δουλειά τους. Γι αυτό και η εξασφάλιση ενός καλού κτίστη πεζούλας ήταν µια µικρή-
µεγάλη επιτυχία. Κι ευτυχώς οι καλοί µαστόροι δεν ήσαν και λίγοι.
Το χτίσιµο µιας καλής πεζούλας προϋποθέτει την ύπαρξη καλής και σκληρής πέτρας,
µαρµαρόπετρας. Και από τέτοια, «δόξα τω Θεώ» υπήρχε άφθονη στην Άµαξο µια και η
λαγκαδιά της ήταν ο µεγάλος τροφοδότης της. Που έπαιρνε ακατέργαστη την άφθονη
µαρµαρόπετρα την οποία πλουσιοπάροχα της παρείχε η χειµερινή διάβρωση των γύρο
λόφων, και την δούλευε στα ορµητικά χειµερινά νερά της µε υποµονή και µαστορικά,
στρογγυλεύοντάς την και αποτιµώντας την αντοχή της και την σκληράδα της. Αυτή τη
πέτρα, την ετοιµοπαράδοτη, τη φύλαγε στη µάντρα τής κοίτης της από τη Βέρση και
κάτω, µέχρι τη θάλασσα. Αυτή η πέτρα αποτελούσε την πρώτη ύλη και τη βάση για το
κτίσιµο µιας στέρεης πεζούλας. Ένα µικρό συνεργείο από δυο εργάτες µε δυο-τρία ζώα,
µουλάρια και γαϊδούρια, ανελάµβαναν να µεταφέρουν την πέτρα αυτή από το ποτάµι στο
κτήµα εκεί που θα κτίζονταν οι πεζούλες. Για τη µεταφορά αυτή, δυο σανίδες
στερεώνονταν στο σαµάρι κάθε ζώου, µια από κάθε πλευρά του σαµαριού. Στις σανίδες
αυτές φορτώνονταν οι µεγάλες πέτρες και δένονταν καλά για να µεταφερθούν µε
ασφάλεια ακολουθώντας τα µαιανδρικά ανηφορικά µονοπάτια που ένωναν το κτήµα µε
τη λαγκαδιά.
Η µεταφορά της λαγκαδίσιας πέτρας είχε και τα τυχερά της. Κι ήταν αυτά για τα οποία
καιροφυλλακτούσαµε την άφιξη του συνεργείου µε τα φορτωµένα µε τις πέτρες ζώα.
Ξέραµε, ότι σε κάθε τέτοια «στράτα», ο Μιχάλης Κουτλής θα µας έφερνε 3-4 µεγάλα
καβούρια του ποταµού, που τα εύρισκε κάτω από τις πέτρες της κοίτης του. Κι εµείς,
παρά το φόβο µας να µας δαγκάσουν, δεν χάναµε καιρό. Μια και µια τα παίρναµε και τα
ρίχναµε στα αναµµένα κάρβουνα που υπήρχαν σχεδόν οληµερίς στο τζάκι µας. Μια
µικρή γλυκειά αναµονή 10-15 λεπτών µας χώριζαν από µια από τις ωραιότερες γεύσεις
του βουνού. Όλη η αυλή γέµιζε µε την γλυκοµύριστη ευωδιά του ψηµένου καβουριού,
που έκαναν όλους, µικρούς και µεγάλους, ευάλωτους στη πρόσκληση για ένα ρούφηγµα
µιας καβουροδαγκάνας ή ενός άλλου καβουρο-κοµµατιού. Κι ήταν τόση η λαιµαργία µας
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 41
γι αυτή τη καβουρολιχουδιά, που πολλές φορές το παρακάναµε. Τρώγαµε όσα καβούρια
µας έφερναν από το ποτάµι. Και έτσι δεν άργησε να πάρουµε ένα πολύ καλό µάθηµα.
Μια «µόλυνση» από τη µεγάλη κατανάλωση καβουριών που έπαθα µια µέρα µεγάλης
λαιµαργίας, µου έβαλε φρένο στην αλόγιστη κατανάλωση καβουριών και την απαξίωση
αυτής της θεϊκής λιχουδιάς και απόλαυσης.
Οι πέτρες που µεταφέρονταν από το ποτάµι, ξεφορτώνονταν κοντά στις πεζούλες που
έπρεπε να κτιστούν. Εκεί τις υποδεχόταν ο µάστορας, που εν τω µεταξύ, είχε «ανοίξει το
πλατύ θεµέλιο» και είχε στερεώσει το «ράµµα» του στα δύο άκρα του θεµέλιου µε τη
βοήθεια δυο µεγάλων καρφιών ένα από τα οποία χρησίµευε για να τυλίγει τον «µίτο»
του ράµµατος µετά την χρήση του. Ο µάστορας, µε µια γρήγορη µατιά, «ζύγιζε» τις
πέτρες που είχε στη διάθεσή του, έπιανε αυτή που ταίριαζε καλλίτερα στις διαθέσιµες
επιφανειακές υποδοχές που σχηµάτιζαν οι πέτρες που είχαν πρωτύτερα τοποθετηθεί. Αν
χρειαζόταν, µε το σφυρί του έφτιαχνε το «πρόσωπο» ή τη βάση της πέτρας έτσι ώστε να
δένει καλλίτερα και να «βγάζει» τη µαστοριά και το γούστο του. Ο βοηθός του µάστορα,
από την άλλη µεριά, επιφορτιζόταν µε το να φέρνει µικρότερες πέτρες καθώς και µικρά
και µεγάλα πετραδάκια, που χρησιµοποιούσε ο µάστορας για να στερεώνει καλλίτερα τις
µεγάλες πέτρες καθώς τις ταίριαζε τη µια δίπλα στην άλλη. Αυτή τη δουλειά την
συµµεριζόµουνα κι εγώ, µια και ο µάστορας µε ενεθάρρυνε προς τούτο µαθαίνοντάς µε
να γεµίζω τα κενά που άφηναν οι πέτρες κατά το κτίσιµο. Τα πιο µικρά πετραδάκια τα
χρησιµοποιούσε για να µπαζώνει το κενό πίσω από τις πέτρες που έκτιζε. Αυτά όχι µόνο
έδεναν τις πέτρες της µόστρας αλλά και έπαιζαν το ρόλο ενός διαχωριστικού στρώµατος
µεταξύ του εξωτερικού µέρους του τοίχου της πεζούλας και του εσωτερικού χωµάτινου
όγκου της. Σ αυτό το στρώµα από τα µικρά πετραδάκια βασίζεται η µακροζωΐα µιας
πεζούλας, µια και την προστατεύει από το «φούσκωµα», το «πέσιµο» (γκρέµισµα) και
τελικά την διάβρωσή της.
Έτσι, πέτρα µε τη πέτρα, «ανέβαινε» το κτίσιµο της πεζούλας µέχρι λίγο πιο πάνω από το
επίπεδο της επιφάνειας του χωµάτινου όγκου της. Επίπεδες πέτρες (πλάκες)
χρησιµοποιούνταν πολλές φορές για το αποτέλειωµά της. Το κτίσιµο τέλειωνε µε µια
διαµόρφωση πρόχειρη του χώµατος της πεζούλας και του γύρο χώρου που γινόταν µε
την βοήθεια µιας τσουγκράνας. Με τη διαµόρφωση αυτή, σκεπάζονταν µε χώµα το πάνω
µέρος του κτιστού κοµµατιού και το έδενε έτσι καλλίτερα. Το έδαφος γύρο από την ελιά
έπαιρνε µια ελαφρά κλίση προς το εσωτερικό µέρος και συνήθως «αυλακιάζονταν»
ηµικυκλικά γύρω από την ελιά για τη καλλίτερη συγκράτηση των όµβριων υδάτων.
Σήµερα, ύστερα από πενήντα και πλέον χρόνια, κάνοντας ένα προσκύνηµα στα
«(η)µέτερα», βλέπω τις πεζούλες που παρακολουθούσα να κτίζονται και για τις οποίες
έβαλα κι εγώ ένα πετραδάκι !! Αποτελούν µια αδιάψευστη µαρτυρία για την απλή
τεχνική της ξερολιθιάς που δάµασε το χρόνο και αντιστάθηκε στην δύναµη των
ορµητικών βρόχινων νερών· που βοήθησε να γεµίζουν οι ταµιευτήρες του νερού της
περιοχής και να τη στολίζουν µε τις υπερχειλίσεις τους, τις µικρές και µεγάλες «µάννες»,
τα στολίδια της περιοχής· που µένουν µακρόχρονο µνηµόσυνο των µαστόρων της πέτρας
που ηµέρωναν τα βουνά µας µε µικρά και µεγάλα στολίσµατα. Ας είναι αιωνία τους η
µνήµη.
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 52
Τα καλοκαιρινά πανηγύρια κι οι εκδροµές
Η παραµονή στην εξοχή είχε και αξιοζήλευτες κοινωνικές δραστηριότητες βασισµένες
σε έθιµα που διατηρούνταν µε συνέπεια τουλάχιστον µέχρι τη χρονιά που η οικογένειά
µου εγκατέλειψε τον παραθερισµό της στην Άµαξο. Ανάµεσα σ αυτές τις κοινωνικές
δραστηριότητες και εκδηλώσεις αναφέρω τα πανηγύρια του καλοκαιριού, τις εκδροµές
σε διάφορα προσκυνήµατα και τις επισκέψεις σε συγγενείς και φίλους που παραθέριζαν
σε κοντινές αποστάσεις από το κτήµα µας.
Μέσα στο δεκαπενταύγουστο, δυο ήταν κυρίως οι σηµαδιακές µακρινές εκδροµές που
έκαναν οι παραθεριστές της Άµαξος. Η πρώτη ήταν η εκδροµή προς την Αγιάσσο και η
δεύτερη προς τα Μιλαντά, στον Άη Γιώργη. Η εκδροµή προς την Αγιάσσο ήταν πιο
προσιτή για πολλούς, µια και ήταν λίγο παραπάνω από τρείς ώρες δρόµο από τον πύργο
µας. Η εκδροµή όµως προς τα Μιλαντά ήταν πολύ µακρινή και µόνο λίγοι απεφάσιζαν
να την αποπειραθούν. Κι εµείς είµασταν από αυτούς που συστηµατικά το είχαµε
αποφύφει. Άκουγα όµως µε µεγάλο θαυµασµό τις αφηγήσεις των γνωστών µας και τις
εντυπώσεις τους από µια εκδροµή που φάνταζε όνειρο στο παιδικό µου µυαλό.
Μέρες πριν από κάθε έκδροµή, κοινοποιούνταν σε φίλους και γνωστούς η πρόθεση να
γίνει µια τέτοια εκδροµή και δηµιουργείτο µια αρκετά πολυπληθής παρέα που
συµφωνούσε στις λεπτοµέρειες του προγράµµατός της. Σε κάθε εκδροµή ο καθένας
χρησιµοποιούσε τα υποζύγιά του, τα ζώα του, για µεταφορικό µέσο, τις υπηρεσίες των
οποίων τις περισσότερες φορές τις µοιράζονταν µε κάποιους από την παρέα που
στερούντο ζωικού µέσου µεταφοράς. Κατά αναλογία µε τα σηµερινά δεδοµένα, όπου το
αυτοκίνητο αντικατέστησε το γαϊδούρι ή το µουλάρι (ανάλογα µε τη προτίµηση
«κυβικών» του καθενός) και η αλλοτινή πολυπληθής παρέα περιορίστηκε στις µέρες µας
όχι τόσο από τον περιορισµένο αριθµό θέσεων ενός αυτοκινήτου, όσο από την έλλειψη
κοινωνικότητας και την ανάγκης για µια οµαδική εκδήλωση και επικοινωνία.
Η εκδροµή προϋπέθετε σοβαρή προετοιµασία από κάθε οικογένεια. Έπρεπε να
ετοιµαστούν φαγητά και κανένα κουλουράκι για την συµπλήρωση του «µενού». Τα
φαγητά συνήθως ήταν χωρίς λάδια και σάλτσες, πρώτον για να µη κινδυνεύει κανείς να
τα περιχυθεί και λαδωθεί ο ίδιος αλλά και λαδώσει τα σαµάρια και τα χραµάκια της
ιππασίας. Βλέπετε, δεν είχε έλθει ακόµα η ευλογηµένη και συνάµα καταραµένη µέρα
του πλαστικού που θα αντικαθιστούσε την µαντεµένια ή αλουµινένια «καστανιά» µε τα
διάφορης ποικιλίας αεροστεγή πλαστικά κουτάκια που τα βάζεις και τα τοποθετείς όπου
και όπως θέλεις. Έτσι, τα φαγητά περιορίζονταν στις τηγανητές πατάτες, τις προπέτες,
τους κολοκυθοκεφτέδες, τα βραστά αυγά τα «σφιχτά», το τυρί του λαδιού και ίσως και
σε κανένα γιαλαντζή µια και ο µπαχτσές µας είχε όλες τις πρασινάδες και τα υλικά που
απαιτούσε η παρασκευή τους. Αυτά τα φαγητά είχαν και ένα άλλο µεγάλο πλεονέκτηµα.
Μπορούσες να τα κεράσεις στην παρέα χωρίς πιρούνια και κουτάλια. Απλά µε τη
καστανιά, απ όπου καθένας µπορούσε να τα κεραστεί χρηριµοποιώντας το φυσικό
πιρούνι που είχε στη διάθεσή του, το χέρι του. Ούτε λόγος για χάρτινα πιάτα, πλαστικά
ποτήρια και πλαστικά µαχαιροπήρουνα που σηµαδεύουν το εξευρωπαϊσµένο τωρινό
στάδιο των εκδροµών µας. Ακόµα και οι πρόχειρες σαλάτες που περιλάµβανε το µενού,
φτιάχνονταν στο ίδιο µοτίβο. Αγγουράκια φρεσκοκαθαρισµένα και κοµµένα σε χοντρά
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 53
κοµµατάκια, ντοµάτες πλυµένες από το σπίτι κοµµένες στα τέσσερα και µαυρο-εληές του
αλατιού που συνόδευαν λαχταριστά την δροσεράδα του αγγουριού και τη χυµώδη
νοστιµιά της ντοµάτας. Ξέχασα να πω, ότι εκτός από τα φαγητά, έπρεπε να ετοιµάσουµε
και τα παγούρια µας µε νερό για το δρόµο, που έπρεπε να µας αρκούσε µέχρι την
επόµενη κατάλληλη πηγή από την οποία και θα τα ξαναγεµίζαµε. Θυµάµαι το µεγάλο
παγούρι του πατέρα µου µε το χακί υφασµάτινο κάλυµµά του και το βιδωτό ποτηράκι
γύρο από το επίσης βιδωτό καπάκι του. Βρέχοντας το κάλυµµά του µπορούσες να
διατηρήσεις το περιεχόµενό του αρκετά δροσερό, πράγµα που µας έκανε τους πιο
τακτικούς πελάτες του καθ όλη την διαδροµή µιας εκδροµής. Μας µαγνήτιζε το µικρό
βιδωτό ποτηράκι, µια και µας άφηναν αδιάφορους τα αλουµινένια ποτηράκια εκδροµής,
που µπορούσαν να ανοίγουν και να κλίνουν σαν φυσούνα του ακορντεόν. Και τούτο
γιατί ήταν δύσκολο να τα συγκρατήσεις για πολύ «ανοιχτά» σε πλήρη ανάπτυξη της
φυσούνας των, που τις πιο πολλές φορές «έκλινε» από µόνη της µε αποτέλεσµα να
χύνεται το νερό απάνω σου.
Εκδροµή στην Αγιάσσο
Η εκκίνηση για την εκδροµή στην Αγιάσσο, όπως και για κάθε µακρυνή ηµερήσια
εκδροµή, γινόταν πολύ πρωΐ, τα χαράµατα, για να µη µας έκαιγε ο ήλιος του καλοκαριού
και «έκοβε» τόσο τα πόδια µας όσο και των ζώων καθώς θα ανεβαίναµε τις δύσκολες
ανηφοριές που είχαµε να αντιµετωπίσουµε. Συνήθως διαλέγαµε σαν µέρα εκδροµής,
µέρα µε πρωινό, σχεδόν-ολόγιοµο, φεγγάρι, 2-4 µέρες µετά την πανσέληνο. Και τούτο
γιατί στα µονοπάτια του βουνού δεν είναι εύκολο το βάδισµα στο σκοτάδι. Για καλό και
για κακό όµως, η παρέα ήταν εφοδιασµένη µε τους ευρισκόµενους ηλεκτρικούς φακούς
µε τις «πλακέ» µπαταρίες, που µας βοηθούσαν σε σκοτεινά σηµεία του δρόµου που ήταν
απρόσιτα στο φως του φεγγαριού.
Αγιάσσος: Το εκκλησάκι του Αγίου Αγάθωνα όπου και το αγίασµα.
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 54
Πολύ πριν την εκκίνηση, έπρεπε να φροντίσουµε τα ζώα που θα αφήναµε πίσω µας και
να ετοιµάσουµε τα ζώα που θα παίρναµε µαζί µας. Κατσίκες και κότες κλίνονταν στο
σταύλο µε αρκετό νερό και φαγητό για ολόκληρη τη µέρα. Τα µουλάρια και τα γαϊδούρια
ετοιµάζονταν µε επιµέλεια και στολίζονταν πανηγυριώτικα. Αρκούσε µια χούφτα από
λίγα κουκιά να τυµπανίσουν σ ένα κουβά, και µαζεύονταν όλα στον κάγκελο του
κτήµατος δίπλα από την αυλή του σπιτιού. Αφού τα καπιστρώναµε τα δέναµε στα
κοντινά ελιόδεντρα όπου γινόταν η προετοιµασία τους. Ελαφρό «κασιάνισµα» και
σαµάρωµα µε προσοχή ώστε να δεθούν καλά οι «µισιές». Οι «χιχµπέδες», µε τις
καλαθίδες στις θήκες των, έµπαιναν κατασάµαρα µε τις καλαθίδες γεµάτες µε τα φαγητά,
τα παγούρια, τους φακούς, και κάποια ρούχα, όπως φανέλες και «µπέρτες», χρήσιµα για
την προφύλλαξη από το πρωϊνό κρύο. Πάνω από τους χιχµπέδες στρώνονταν τα
«χραµέλια» που σε προφύλλαγαν από τις ανωµαλίες και τη σκληράδα των ξύλινων
µερών του σαµαριού. Στη καλλίτερη περίπτωση, µικρά «σελτεδάκια» ειδικά φτιαγµένα
στρώνονταν πάνω από τα «χραµέλια» για να ανακουφίζεται ο καβαλάρης µ αυτή την
πουπουλένια αίσθηση από το στρίµωγµά του στο σαµάρι. Αυτή τη πολυτέλεια πρώτης
θέσεως, που την είχαν µόνο οι µεγαλύτεροι, έκανε εµάς τους πιτσιρικάδες να την
αναζητούµε σε κάθε ευκαιρία.
Αφού πια ήταν όλα έτοιµα, και είχε κλειστεί και ο πύργος, ένα-ένα τα ζώα, αφού τους
βάζαµε και το γιορτινό επάνω-κάπιστρο που λαµποκοπούσε µε τις πολύχρωµες χάντρες
και ψηφίδες του, τα φέρναµε δίπλα στη πεζούλα έξω από την αυλή, σε παράλληλη θέση
µε την ξερολιθιά, έτσι ώστε ο καβαλάρης να µπορέσει να καθίσει µε ευκολία πάνω στο
σαµάρι πλάγια, µε τα δυο του πόδια από τη µια µεριά του σαµαριού. Χιχµπέδες και
καλαθίδες δεν επέτρεπαν καβαλίκευµα τύπου κάου-µπόϊ, δηλαδή µε κρεµασµένα τα
πόδια δεξιά κι αριστερά του σαµαριού. Για τους πιτσιρικάδες, η µόνιµη θέση ιππασίας
ήταν το πίσω ξύλο του σαµαριού ή ο «καπλοδέτης» που κάλυπτε το πίσω µέρος του
ζώου (καβάλα στο κώλο όπως λέγαµε) σε καου-µπόϊκη στάση. Για το λόγο αυτό υπήρχε
φροντίδα τα «χραµέλια» να είναι αρκετά µεγάλα ώστε να καλύπτουν και το µεγαλύτερο
µέρος του «καπλοδέτη».
Με το καβαλλίκευµα και το απαραίτητο σταυροκόπηµα για την «καλή τη στράτα», το
καραβάνι έπαιρνε το δρόµο του προορισµού, που κάποιος από τους µεγαλύτερους
αναλάµβανε να οδηγήσει.
Στην Αγιάσσο, πηγαίναµε πάντα ακολουθώντας το µονοπάτι της λαγκαδιάς προς τη
Βέρση ανηφορίζοντας σιγά-σιγά προς την Σίντα. Απ όσο θυµάµαι συνεχίζαµε προς τα
«Απόταµα» για να βγούµε στο Σταυρί, την είσοδο της Αγιάσσου από τον δρόµο του
Μεγαλοχωρίου. Περνώντας από τα Απόταµα, θυµάµαι την εντυπωσιακή όσο και φοβερή
για την παιδική µου ηλικία εικόνα της απότοµης µαρµαρο-πλαγιάς µε τις βαθειές
διαβρώσεις γνωστής µε το όνοµα Γλίστρες. Φτάνοντας στην Αγιάσσο, το πρώτο µας
µέληµα ήταν να βρούµε ένα χάνι όπου θα αφήναµε τα ζώα και µετά τραβούσαµε ολόϊσια
προς την Παναγιά µέσα από τα πλακόστρωτα σοκάκια.
Μετά το προσκύνηµά µας, συνήθως καθόµασταν σ ένα από τα γύρο του περιβόλου
καφενεία για ένα καφέ ή γλυκό του κουταλιού, αφορµή για να απολαύσουµε άφθονο και
δροσιστικό νερό. Ο πατέρας µου δεν έχανε την ευκαιρία να συναντήσει εµπόρους και
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 55
φηµισµένους βιοτέχνες της περιοχής, που κατασκεύαζαν «πανιά» ελαιοτριβείων. Τα
«πανιά» ήταν απαραίτητα στα ελαιοτριβεία της εποχής. Σε κάθε ένα από αυτά,
τοποθετούνταν στρωµένη η πολτοποιηµένη µάζα των ελιών, που έβγαινε από τα
«βόλια» του ελαιοτριβείου και στην συνέχεια στοιβάζονταν στα «µπασκιά», τις πρέσσες,
όπου και γινόταν η συµπίεσή (σύνθλιψή) τους για την έκθλιψη και παραγωγή του λαδιού.
Οι βιοτεχνίες της Αγιάσσου είχαν προοδεύσει στον τοµέα αυτό και πολύ γρήγορα
αντικατέστησαν τα «τσπιά» που ήταν δύσκολα στο δέσιµό τους, µε πιο ευκολόχρηστα
που είχαν το σχήµα ενός επιστολοφακέλου, που έκλινε µε την βοήθεια του γλωσσιδίου
τους πράγµα που ελάττωνε το χρόνο και το κόστος της παραγωγής του λαδιού
σηµαντικά. Ακόµη µπορούσε κανείς να προµηθευτεί χιχµπέδες καλής ποιότητας και
τρουβάδες. Συγγενική της ελαιοκαλλιέργειας οικογενειακή βιοτεχνία ήταν και αυτή της
κατασκευής καλαθίδων για το µάζεµα της ελιάς, καθώς και καλαθιών και κοφίνων κάθε
είδους.
Μετά το καφέ και τα γλυκά, σειρά είχε µια βόλτα τουριστικής φύσεως, που ήταν και η
αφορµή να προµηθευτούµε ροζακιές ντοµάτες, πράσινα Αγιασσώτικα µήλα, µοναδικά
του είδους, και κάνα (πήλινο) κουµάρι προς αντικατάσταση αυτών που δεν έτυχε να
µακροζωίσουν στον πύργο µας από τις κακουχίες της µεταφοράς του νερού και της
χρήσης των σαν κανάτες νερού «παρά τους πόδας» του τραπεζιού! Εµάς τους
πιτσιρικάδες άρεσε να χαζεύουµε τα παραδοσιακά πήλινα κοµψοτεχνήµατα που
απεικόνιζαν εικόνες της αγροτικής ζωής της περιοχής. Γαϊδουράκια φορτωµένα µε
κουµάρια ή τσουβάλια µε ελιές, κοπελιές µε τη στάµνα στο χέρι ή τον ώµο, ανάγλυφες
εικόνες ελιοµαζώµατος, ζωγραφιστά κουµαράκια και θυµιατά, αλλά και πήλινα
µικροπαιχνίδια όπως αυτό το µικρό βριχτουράκι/καλαθάκι που βάζοντάς του λίγο νερό
και φυσώντας στο ακροφύσιό του, µεταµορφώνονταν σε ένα γλυκοκέλαηδο πουλάκι που
µπορούσε να σου πάρει τα αυτιά. Πολλές φορές τα τελευταία χρόνια, όταν περνώ από
την Αγιάσσο, αναζητώ αυτά τα αυθεντικά αριστουργήµατα τέχνης που φαίνεται να έχουν
εξαφανίστεί πια από τα ράφια των καταστηµάτων δίδοντας την θέση τους σε
νεωτερίστικα, πιο γκλαµουράτα και πιο βιοµηχανοποιηµένα προϊόντα. Κρίµα !!
Σπάνια, σε µια ή δυο από τις καλοκαιρινές επισκέψεις µας στην Αγιάσσο, κάναµε και την
«εκπαιδευτική», για µας τους πιτσιρικάδες, έφιππη ανάβαση στο Προφήτη Ηλία, στη
κορφή του Ολύµπου, το καµάρι της περιοχής. Ήταν µια γνωριµία µας µε το δεύτερο
ψηλότερο βουνό του νησιού µε ύψος 967 µέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας (κατά
την σχολική µας γεωγραφία), ένα µολις µέτρο χαµηλότερο από τον ψηλότερο Λεπέτυµνο
του βόρειου µέρους του νησιού. Ακόµα αναλογίζοµαι την εντύπωση που µου έκανε η
πανοραµική θέα του νησιού από την κορφή του Όλυµπου. Ό,τι είχα µάθει στο σχολείο,
ξεδιπλώνονταν µπροστά µου, µε το κόλπο της Καλλονής από την µια µερια και τον
κόλπο της Γέρας από την άλλη στις άκρες µιας καταπράσινης έκτασης από απέραντα
δάση από πεύκα, καστανιές και εληές. Η θέα αυτή από τον Όλυµπο, συναγωνίζετο στο
µυαλό µου αυτή που είχα από την κορυφή της Αγκαθερής που µ άφηνε να ταξιδεύω
στην απεραντοσύνη του Αιγαίου, στα κοντινά νησιά της Χίου και των Ψαρών αλλά και
στις παραλίες των χαµένων πατρίδων µας.
Για φαγητό πηγαίναµε συνήθως στον Κήπο της Παναγιάς όπου και απλώναµε τα
φαγώσιµά µας τα οποία και τιµούσαµε δεόντως. Ένας καφές και λίγο ξεκούρασµα στη
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 56
δροσιά του κήπου ήταν αρκετά για να αναλάβουµε δυνάµεις και να ξεκινήσουµε το
ταξίδι της επιστροφής.
Εκκλησιασµός στο Παλαιοχώρι και το Καµµένο-Χωριό
Μικρότερης κλίµακας κοντινές εκδροµές ήταν και αυτές ενός Κυριακάτικου
εκκλησιασµού µας στην Παναγιά την Ευαγγελίστρα στο Παλαιοχώρι αλλά και της
συµµετοχής µας στα πανηγύρια της «Παναγιάς» (της Μεταµόρφωσης του Σωτήρος, και
της Κοίκησης της Θεοτόκου) στο Μεγαλοχώρι. Γι αυτές τις εκδροµές δεν γινόταν
µεγάλη προετοιµασία. Απλά ετοιµάζαµε µε επιµέλεια τα ζώα, τα µεταφορικά µας µέσα,
µη παραλείποντας να φορτώσουµε κι ένα χιχµπέ µε τις δυο καλαθίδες του για κάθε
ενδεχόµενη αγορά µας: Λίγο ψωµί φρέσκο ή και κάνα λαχανικό από τα ελλείποντα στον
κήπο µας. Το γεγονός ότι σ αυτές τις εκδροµές πηγαίναµε µε τα καλά µας τα ρούχα, για
µεγάλη µας χαρά, δεν γινόταν λόγος για οποιονδήποτε συνδυασµό τους µε κάποια
αγροτική ενασχόληση αν και ο δρόµος µας περνούσε από γειτονικά κτήµατά µας. Έτσι,
αυτές οι µικρές εκδροµές ήταν αφιερωµένες στο ξεκούρασµα και σε κοινωνικές
εκδηλώσεις.
Οι εκδηλώσεις µας αυτές γέµιζαν µε τον εκκλησιασµό και στη συνέχεια µε το καφέ και
το γλυκό σ ένα από τα καφενεία του χωριού. Στο Μεγαλοχώρι, καθόµασταν άλλοτε σε
ένα από τα καφενεία της «Καρυδιάς» και άλλοτε σ ένα του «Πλάτανου» ανάλογα µε το
που τελείτο η θεία λειτουργία µια και υπήρχε έθιµο την µια Κυριακή να λειτουργείται η
«Παναγιά» και την άλλη ο Άγιος Γιάννης. ∆εν αποκλείονταν όµως η επιλογή του
καφενείου να καθορίζονταν ανάλογα µε τη παρέα γνωστών και φίλων που τύχαινε να
ανταµώσουµε. Συνήθως τα καφενεία της «Καρυδιάς» ήσαν σε πλεονεκτικότερη θέση µια
και γειτόνευαν µε την εκκλησία «του Σωτήρος» που πανηγύριζε δυο και τρείς και
τέσσερις φορές το καλοκαίρι: Την ηµέρα της Μεταµορφώσεως του Σωτήρος (6
Αυγούστου), στην εορτή της Κοιµήσεως της Θεοτόκου (15 Αυγούστου), στα «Νιάµερα»
(23 Αυγούστου) και του Σταυρού» (14 Σεπτεµβρίου). Τον καφέ τον διαδέχονταν το
καραφάκι, το πρώτο για το καλό, το δεύτερο για το «και του χρόνου», το τρίτο για το
δρόµο, κοκ. Η παρουσία όµως η δικιά µας των πιτσιρικάδων, ανάγκαζε και τους
µεγαλύτερους να επισπεύδουν την επιστροφή µας για µεσηµεριανό φαγητό και
απογευµατινό ύπνο στο εξοχικό µας. Σ αυτό το πρόγραµµα βοηθούσε τόσο η κοντινή
απόσταση που µας χώριζε από τα δυο αυτά χωριά (που την καλύπταµε σε 45-60 λεπτά
της ώρας), όσο και η πολύ καλή κατάσταση των δρόµων και µονοπατιών που
χρησιµοποιούσαµε (σε αντίθεση µε την σηµερινή τους εικόνα).
Για το Παλαιοχώρι ακολουθούσαµε τον χωµάτινο αµαξιτό δρόµο από το καφενείο της
Ρουτζίνας µέχρι το χωριό. Θυµάµαι ακόµα εκείνες τις φορές που το δυνατό µελτέµι
φοβέριζε µε την µανία του, και µας έκαµε να προσπερνάµε µε κοµµένη την ανάσα, την
περιοχή του «Άνεµου» λίγο πριν µπούµε στο χωριό. Πηγαίναµε κατ΄ευθείαν στη
Βαγγελίστρα έχοντας φροντίσει να αφήσουµε τα ζώα µας δεµένα κάπου εκεί κοντά. Στο
ναό της Ευαγγελίστριας χοροστατούσε ο Αµαξιώτης συµπαραθεριστής και καλός
γείτονας, ο γλυκόφωνος ∆ηµήτρης Χριστέλης, πράγµα που έκανε και τον εκκλησιασµό
µας ακόµα πιο οικογενειακό. Μετά την απόλυση, η επίσκεψή µας τελείωνε µε τον καφέ ή
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 57
το γλυκό σ ένα από τα καφενεία του κεντρικού δρόµου τα οποία όλα γέµιζαν από κόσµο
πολλοί από τους οποίους συνεδύαζαν τον εκκλησιασµό τους µε τη σχολιανή κοινωνική
δραστηριότητά τους. Η επίσκεψή µας στο Παλαιοχώρι τέλειωνε µε την τροφοδοσία µας
µε το φηµισµένο Παληοχωριανό ψωµί, πού όχι µόνο το άρεσαν µικροί και µεγάλοι αλλά
και γιατί µετέθετε για µια-δυο µέρες την κοπιαστική παρασκευή του δικού µας ψωµιού.
Στο Μεγαλοχώρι πηγαίναµε από το µονοπάτι που ξεκινούσε από τις παρυφές του
κτήµατός µας, από την λαγκαδιά της Άµαξος και ανηφόριζε προς το Γυαλί για να
περάσει δίπλα από το δασύλλιο του Βρασίδα Λαγουµίδη και να βγει από εκεί στις
Σπίδες. Μπορούσες όµως µισόστρατα να πάρεις και τη διαδροµή που σεβγαζε στο
Κρυονέρι κι από κεί στην «Παναγία» του χωριού.
Eµείς προτιµούσαµε το δρόµο που σ έβγαζε στις Σπίδες παρά το φόβο που µας
προξενούσαν τα πανέφορφα σκυλιά του κυρ-Βρασίδα, που σου έδιναν να καταλάβεις ότι
έπρεπε να έχεις τα διεπιστευτήριά σου για να µπορέσεις να περάσεις τον κάγκελο ή τον
τοίχο του κτήµατος. Προτιµούσαµε το δρόµο αυτό και τούτο γιατί το αµπελοχώραφο που
είχαµε στις Σπίδες προσφέρονταν σαν το πιο ιδανικό µέρος για να αφήσουµε τα ζώα να
βοσκήσουν στο πλούσιο χορτάρι του µια και αφήναµε «ατάϊστο» το κτήµα αυτό για
τέτοια δικιά µας χρήση. Ιδιαίτερα, όταν στα µέσα του καλοκαιριού γίνονταν πιο συχνές
οι επισκέψεις µας στο αµπέλι για να κόψουµε κάνα πρώιµο σουλτανί και ροζακί σταφύλι
και να µαζέψουµε σύκα από τις συκιές πούχε φροντίσει ο παππούς να τις χρωµατίσει µε
ποικιλίες της κοντινής Μικρασίας και της Προποντίδας. Κρίµα που όλο αυτό το µεράκι
του παππού και του πατέρα µου έγινε παρανάλωµα της µεγάλης φωτιάς του 1987
µπροστά στα µάτια µου, µια και οι προσπάθειες της πυρόσβεσης στη περιοχή αυτή
επικεντρώνονταν στο να περισώσουν µόνο τις αγροτικές και εξοχικές κατοικίες και
απέτρεπαν τον κόσµο να µπούν στη µάχη της φωτιάς. Στο αµπελοχώραφο, αφήναµε τα
ζώα ξεσαµάρωτα φροντίζοντας να τοποθετήσουµε τα σαµάρια και τα πάνω-κάπιστρα σε
µέρος όπου δεν είχαν πρόσβαση τα ζώα. Κοντά στα σαµάρια αφήναµε και όλα τα
πράγµατά µας. ∆εν µας περνούσε καν από το µυαλό, ότι µπορεί να µας τα κλέψουν. Με
τα πόδια, µετά, πηγαίναµε από τις Σπίδες στο Χωριό. ∆εν ήταν και λίγες οι φορές, που
πηγαίναµε µε τα ζώα µέχρι το Χωριό αν το απαιτούσαν οι ανάγκες της οικογένειας.
Τα πανηγύρια του Καµµένου Χωριού είχαν τη ζωντάνια και το κέφι το πηγαίο. Οι
µουσικές στο Πλάτανο και στη Καρυδιά συναγωνίζονταν η µια την άλλη και έδιναν το
ρυθµό και µεράκλωναν τους πανηγυριώτες. Ανήµερα του πανηγυριού, και µετά τη θεία
λειτουργία οι µουσικές έπαιρναν σειρά γύρο στο µεσηµέρι, όταν άρχιζαν οι ουζοποσίες
µετά τον καφέ ή το γλυκό που ακολουθούσαν την απόλυση της εκκλησίας. Ήταν το
προζέσταµα, γι αυτό που θα ακολουθούσε µέχρι το επόµενο πρωινό µε χορούς
οµαδικούς και χορούς-παραγγελιές για µοναχικούς χορευτές αλλά προπάντων και για
οικογενειακές παρέες. Ήταν τέτοια η επιθυµία να χορέψει ο κόσµος, που από νωρίς
έπρεπε να εξασφαλίσεις την σειρά σου γράφοντας το όνοµά σου στη λίστα των
«παραγγελιών». Τις πιο πολλές φορές όµως οι παραγγελιές δεν ήσαν αυστηρά
προσωπικές και µε προτροπή του παραγγέλνοντα ή του µαέστρου πολλά φιλικά
«τραπέζια» συµµερίζονταν την παραγγελιά στους οµαδικούς χορούς κυρίως,
καλαµατιανό, συρτό, µπάλο.
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 58
Η χαρά αυτή της µουσικής και του χορού δεν ήταν για τους µικρούς πανηγυριώτες. Γι
αυτό και η δική µας παρουσία στο πανηγύρι τελείωνε µε το που τέλειωνε ο καφές και το
γλυκό ή και ένα ούζο για το δρόµο µετά τη θεία λειτουργία. ∆εν χάναµε όµως τη χαρά
της µουσικής. Την ακούγαµε µε την επιστροφή µας στο πύργο µας στην Άµαξο, µια και
η συνοικία της «Παναγίας» του Χωριού δέσποζε αµφιθεατρικά ακριβώς απέναντι από το
κτήµα µας. Μπόρεσα όµως να χαρώ κι εγώ ζωντανά αυτή την ατµόσφαιρα του Χωριανού
πανηγυριού σαν φοιτητής και όσο ακόµα ζούσα στο Πλωµάρι· πού διασκεδάζαµε µε τη
ψυχή µας συµµετέχοντας σε ατέλειωτους χορούς και τραγούδια µέχρι που µας έβρισκε το
χάραµα να κατηφορίζουµε µε τα πόδια για το Πλωµάρι µέσα σ ένα πανδαιµόνιο
τραγουδιών και καντάδων. Για να σβύσει το µεθύσι της χαράς και του κεφιού µέσα στο
ερωτικό αντάµωµα του Αυγουστιάτικου φεγγαριού µε την γαλαζοκόκκινη συνοδεία της
ανατολής του ήλιου.
Επίσκεψη στο Ακράσι
Μια µακρινότερη ηµερήσια εκδροµή, οικογενειακή αυτή τη φορά, γινόταν κάθε χρόνο
και προς το Ακράσι, για να επισκεφτούµε τη θεία µας Ζαχαρώ, την αδελφή του πατέρα
µου, η οποία παραθέριζε εκεί µε τον σύζυγό της Παναγιώτη Χατζηβασιλείου. Συνήθως
ακολουθούσαµε τον αµαξιτό δρόµο και δεν χρησιµοποιούσαµε τα «ξιασταυρώµατα». Ο
πατέρας µου θεωρούσε ασφαλέστερο τον χωµάτινο αµαξιτό δρόµο, µια και στο καραβάνι
της εκδροµής είχαµε και την υπερήλικη γιαγιά µας. Εξαίρεση αποτελούσε το
«ξιασταύρωµα» που σ έβγαζε «στ Λουβιάρ του Πεύκου», που ήταν σε καλή κατάσταση
κι έκοβε αρκετό δρόµο. Ξεκινούσε κοντά στην διακλάδωση του αµαξιτού δρόµου
Παλαιοχωρίου-Ακρασίου και έβγαινε ακριβώς στην κορυφή του λόφου όπου δέσποζε
ένας µεγάλος πεύκος, «τ Λουβιάρ η πεύκους». Ήταν τόπος σηµαδιακός και θύµιζε
άλλες εποχές και ειδικά την εποχή που η λέπρα λούβα») µάστιζε την περιφέρεια του
Πλωµαριού και το νησί ολόκληρο και που οι λεπροί (οι «λουβιάρηδες») εκδιώκοντο από
τα χωριά και ζούσαν αποµονωµένοι σε αποµακρυσµένο τόπο. Για τους Πλωµαρίτες
λεπρούς, ο λόφος του Λουβιάρ ήταν ο τόπος της αποµόνωσής τους.
Aπό τον πεύκο του Λουβιάρ ο δρόµος γίνεται κατατηφορικός ανάσα για τα ζώα για
να σε φέρει στη λαγκαδιά του Πριόνα που τροφοδοτεί µε το ασπρόµαυρο χαλικάκι την
παραλία της ∆ρώτας. Πριν το Ακράσι, συνήθως περνούσαµε κι ανάβαµε ένα κερί στην
Αγία Αικατερίνα στο Μπορό (σηµερινό Νεοχώριον) και σταµατούσαµε για λίγο για να
χαιρετήσει ο πατέρας µου γνωστούς και φίλους που είχε στο χωριό. Μετά, λίγο δρόµο
ακόµα, και φθάναµε στη πλατεία του Ακρασιού πούχε καµάρι και δροσιά της τον
ισκιόφυλλο πλάτανό της και προστάτη του την πολιούχο Αγία Παρασκευή. Λίγο πιο
πέρα από την πλατεία, προς την λαγκαδιά, ήταν και το κτήµα των θείων µου, όπου και
αφηνόµασταν στην υπερφροντίδα της θείας και του θείου, αφήνοντας τα ζώα µας να
βοσκήσουν στο πλούσιο χορτάρι του συνήθως «ατάϊστου» κτήµατος. Εκεί περνούσαµε
τη µέρα µας µια και εκεί µαζεύονταν γνωστοί µας και φίλοι απ το χωριό για να µας
καλοσωρίσουν αφού η θεία είχε προφθάσει σ αυτούς τα µαντάτα της επίσκεψής µας.
∆εν παραλείπαµε όµως και µια βόλτα στο χωριό, ένα προσκύνηµα στην Αγία
Παρασκευή και µια γρήγορη κουβέντα µε τον ζωγράφο παπά-Βερβέρη, ο οποίος από
καιρό σε καιρό φιλοτεχνούσε εικόνες των παρεκκλησίων της γύρο περιοχής και όχι µόνο.
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 60
ένα νερό και λίγο ξεκούρασµα και άλλους που έρχονταν να συµµεριστούν ένα καφέ ή
ένα ουζάκι µε παρεπιδηµούντας φίλους και γνωστούς. ∆εν ήταν και λίγες οι φορές, που
ντόπια µουσικά συγκροτήµατα προσκαλούνταν στα καφενεία αυτά για να επισφραγίσουν
το κέφι µιας παρέας που της τύχαινε το ένα ουζάκι να φέρει ακόµη ένα, κι αυτό άλλο
ένα, και που µε τη σειρά τους τα ουζάκια έφερναν και το τραγούδι και τον αµανέ στο
κατόπι.
Και για µας ο απογευµατινός περίπατος, είχε έντονα τα κοινωνικά κίνητρα. Ήταν η
αφορµή να δούµε φίλους και γνωστούς που οι πύργοι τους ήταν σκορπισµένοι κατά
µήκος του αµαξιτού δρόµου Άµαξος-Σελάδι. Ήταν οι καθισιές οικογενειακών γνωστών
µας, που καλόκαρδα ανταπέδιδαν τους φωναχτούς χαιρετισµούς µας κάθε φορά που
προσπερνούσαµε τον πύργο τους καβάλα στα υποζύγιά µας. Με τον περίπατό µας,
ερχόµασταν πιο κοντά. Κοντοστεκόµασταν για λίγη κουβέντα, για λίγο ξεκούρασµα.
Απαραίτητος σύντροφος στους περίπατους αυτούς, ήταν το καλαίσθητο µπαστούνι µου,
φτιαγµένο µε µαεστρία από κλαδί κυπαρισσιού µε τα παρακλάδια του κλωσµένα γύρω
από το κεντρικό-µητρικό κλαδί σαν µια πλεξούδα κοπελιάς ανέµελ αφηµένη. Το
µπαστούνι ήταν και όπλο σε περίπτωση που αδέσποτα σκυλιά θα έκαναν την εµφάνισή
τους αλλά προ παντός το µπαστούνι έπαιζε το ρόλο του ανιχνευτή των φιδιών που
έστηναν την ενέδρα τους κρυµµένα σε µέρη του δρόµου µε παχύ χώµα ή σε µέρη
µονοπατιών καλυµµένα µε ξερόφυλλα. Άσε που τις περισσότερες φορές το µπαστούνι,
και µάλιστα το κυπαρισσένιο, ήταν ένα «αξεσουάρ» της όλης εµφάνισης ανάλογο µε τα
γυαλιά ηλίου που κατάντησαν να είναι τις περισσότερες φορές «αξεσουάρ» της κεφαλής
µας.
Μετά το καφενείο της ∆έσποινας, ανηφορίζοντας τον αµαξιτό από την Άµαξο για το
Σελάδι, τη πρώτη καθισιά που συναντούσαµε ήταν του συµµαθητή µας Τάκη Βάρου. Πιο
πάνω ήταν ο πύργος του λίγο νεώτερου µας φίλου Αντώνη Αράµβογλου, που ήταν
σχεδόν δίπλα στον πύργο του αείµνηστου οδοντογιατρού Μενέλαου Κλειδαρά.
Προχωρώντας, περνούσαµε από µια πλουσιοσκιόφυλλη µικρή επικλινή λαγκαδιά στη
αγκαλιά της οποίας παραθέριζε ο συµµαθητής µας Γιάννης Καλδέλης. Και τέλος, στο
Σελάδι, πριν τη διακλάδωση παραθέριζαν οι αγαπητοί µας φίλοι τα αδέλφια Βασίλης,
Γιώτης και Αριστείδης Φρυδάς. Εκεί ήταν και ο τελευταίος σταθµός αυτής της
εξόρµησης όπου η κ. Πελαγία, η µητέρα τους, δεν ήξερε τι να µας πρωτοπροσφέρει.
Στο ύψος της διασταύρωσης προς την Κουρνέλα, ένα µονοπάτι µας έβγαζε στην
Παραδοχή, στο κτήµα της συγγενικής µας οικογένειας Ανδρόνικου-Αυγουστίδη.
∆ιατηρούνταν ακόµη το προγονικό τους πυργάκι µε µια καρπερή «φρίτζα» µε τρωγανά
όψιµα σταφύλια, που πάντα όµως έµεναν για ένα υπέροχο γεύµα για τις κάθε λογής
σφίγγες, µέλισσες και «µπαµπούρους» από τη µέρα που το εγκατέλειψε ο κυρ-Στεφανής.
Σχεδόν παρα-χρόνο, οι συγγενείς µας έρχονταν για ένα προσκύνηµα στο τόπο που
βίωσαν παιδικές χαρές και εφηβικά όνειρα. Η Παραδοχή για τη θεία Ζαχαρώ
Αυγουστίδη-Ανδρονίκου ήταν κάτι περισσότερο από ιερό µέρος. Ήταν ο επίγειος
παράδεισός της. Ακόµη κι όταν ερήµωσε το πατρικό πυργάκι, κι είχαν ξεθωριάσει τα
σηµάδια της οικιστικής περιόδου της περιοχής. Για κείνη, ήταν το µέρος όπου ο αέρας
γινόταν ανάλαφρος και δροσερός και σ έπαιρνε µαζί του να ξαναπαίξεις στις γύρο
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 61
µικρές πεζούλες, να τραγουδήσεις µε φίλες και γείτονες, να ονειρευτείς. Για κείνη,
ακόµη και τώρα όταν ερχόταν τα καλοκαίρια από το Cape Town, άξιζε µια φευγάτη
επίσκεψη για να εφοδιαστεί µε την ενέργεια που θα τη κράταγε σε εγρήγορση µέχρι την
επόµενή της επίσκεψη.
Παρόµοια συναισθήµατα διαπίστωσα και σε πολλούς Αµαξώτες µετανάστες. Για την
οικογένεια Παρόλη, για την οικογένεια Μαµάκου, η Άµαξος έπαιρνε τη θέση του
κοσµοπολίτικου τουριστικού θέρετρου, όπου µαζεύονταν ξεχωριστές συντροφιές που
έσµιγαν πότε κάτω από τον µεγάλο πεύκο του Άγιου Αντύπα και τις γύρο καρυδιές, πότε
στο κυπαρίσσι της Αηδονιάτισας, πότε στις πάντα φιλόξενες αυλές των πύργων τους.
Το αξιοσηµείωτο ήταν ότι αυτή την αίσθηση της κοσµολίτικης εικόνας, που διατήρησαν
οι συγγενείς και φίλοι µετανάστες µας ζώντας στο εξωτερικό, µεταλαµπαδεύτικη
αυτούσια και στα παιδιά τους, στη φαντασία των οποίων γιγαντώθηκε µε τα χρόνια και
στα µάτια τους πήρε η Άµαξος την εικόνα µιας σύγχρονης κοσµοπολίτικης περιοχής, για
την οποία έπλαθαν όνειρα να την επισκεφτούν. ∆εν µπορείτε όµως να φανταστείτε την
απογοήτευσή τους κατά την πρώτη τους επίσκεψη στα «µέτερα», όταν κατάλαβαν ότι
έπρεπε να θάψουν τα όνειρά τους στα ερηπωµένα πυργάκια και στα µισοσβησµένα
αχνάρια της πέρασης των δικών τους από τα µέρη αυτά. Που όµως, καίτοι
µισοσβησµένα, τους επιτρέπουν ύστερα από τόσα χρόνια το ψηλάφισµα των
οικογενειακών ριζών τους και όχι λίγες φορές τους ωθούν να τα ζωηρεύουν
φτειάχνοντας καινούργια, τα δικά τους αχνάρια, συνεχίζοντας το οικογενειακό ταξίδι στο
χρόνο.
Αυτό έκανα κι εγώ µέχρι σήµερα από τότε που έγινα µετανάστης και του εξωτερικού και
του εσωτερικού µια και ποτέ δεν ξεχώρισα την µεταξύ τους διαφορά· ξενητειά η µια,
ξενητειά κι η άλλη. Ένοιωθα κι εγώ πάντα την ανάγκη σε κάθε ευκαιρία να
αναβαπτίζοµαι στον αέρα της λαγκαδιάς, στα καλωσορίσµατα των αηδονιών της
Αηδονιάτισας, στα λιβανωτά των εξωκκλησιών της Άµαξος. Μια ζωή γεµάτη πόθο για
τον γυρισµό, για την ευκαιρία να ζωντανέψω τα ξεθωριασµένα όνειρα µου, να
αποτελειώσω ό,τι σχεδίαζα χρόνια πριν.
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 62
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Φροντίζοντας τα µπερεκέτια µας
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 63
Η περίοδο της «εξοχής» στο βουνό δεν ήταν µόνο µια περίοδος φροντίδας των
κτηµάτων µας και ιδιαίτερα του κτήµατος στο οποίο ήταν ο πύργος µας. Ήταν και µια
περίοδος συλλογής αγαθών, µια περίοδος που µας επέτρεπε να κάνουµε την «κοµπάνια»
µας σε πολλά αγαθά που θα µας λάφρυναν τον χειµωνιάτικο οικογενειακό µας
προϋπολογισµό. Ξύλα για τη φωτιά, δαδί και κουκουτζέλες για το προσάναµµα, φρούτα
ξεραµένα στον ήλιο και αποστειρωµένα µε ζεµάτισµα, καρύδια, αµύγδαλα, κρασί,
τραχανάς αποτελούσαν το θησαυρό του βουνού που έπρεπε να συλλέξουµε, να
προετοιµάσουµε κατάλληλα και να τα αποθηκεύσουµε µε επιµέλεια κατά την περίοδο
της «εξοχής».
Αποθήκευση σύκων και δαµάσκηνων
Η συλλογή των σύκων δέσποζε σχεδόν καθ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού. ∆εν ήταν
µόνο το µάζεµά τους που γίνονταν κάθε µέρα µόνο από τις συκιές του κτήµατός µας
στην Άµαξο. Έπρεπε από καιρού εις καιρόν να επισκεπτόµασταν και άλλα κοντινά
κτήµατα και να µαζέψουµε τα σύκα και από κεί. Βλέπετε, τα σύκα δεν ήταν µόνο για
τους ανθρώπους. Τα περισσότερα τα διαθέταµε για τα µεγάλα ζώα τον χειµώνα σαν µια
µικρή ανταµοιβή τους για τις καθηµερινές «στράτες» που έκαµαν φορτωµένα µε τα
«γουµάρια» από ελιές. Γι αυτό και δεν πετούσαµε ούτε τα µισοφαγωµένα σύκα από τα
πουλιά. Όλα είχαν την αξία τους. Κι όλα περνούσαν τα ίδια στάδια ξήρανσης και
αποστείρωσης. Θυµάµαι που τότε τα τσιµπολογηµένα από τα πουλιά σύκα ήταν και
περισσότερα, σε αντίθεση µε σήµερα που ψάχνεις να βρείς ένα σύκο τσιµπιµένο από ένα
πουλάκι. Έχουν πια λιγοστέψει τα καµάρια αυτά της πανίδος µας κι έχει χαθεί η
πολύβουη και κελαηδοτράγουδη ζωντάνια του βουνού. Το αλόγιστο κυνήγι (που καιρός
πια είναι να καταργηθεί) και η αλόγιστη χρήση φυτοφαρµάκων έχουν καταφέρει να
οξύνουν το πρόβληµα της ερήµωσης των βουνών που τις τελευταίες δεκαετίας
σνοµπαρίστηκαν και από ανθρώπους και από ζώα.
Με το που φέρναµε τα σύκα στον πύργο, η γιαγιά µου και η µητέρα µου αναλάµβαναν να
τα ξεδιαλύνουν, να κρατήσουν µερικά φαγώσιµα της ηµέρας και τα υπόλοιπα να τα
απλώσουν στον ήλιο για να ξεραθούν. Για την ξήρανσή τους χρησιµοποιούσαµε µεγάλες
σανίδες στερεωµένες κατάλληλα στα κάγκελα του µπαλκονιού µας. Έπρεπε τα σύκα να
παραµείνουν στον ήλιο αρκετές µέρες κατά την διάρκεια των οποίων η γιαγιά φρόντιζε
να τα «γυρίζει» τα πάνω κάτω ώστε η ξήρανση να γίνει οµοιόµορφα από όλες τις
πλευρές χωρίς όµως να τα αφήνει να γίνονται «κούρτσαφλα» στον ήλιο. Με το που
ολοκληρώνονταν η ξήρανση, τα σύκα συλλέγονταν λίγα-λίγα µέσα σ ένα µεγάλο πανέρι
ή κατ ανάγκη σ ένα τσουβάλι που άφηνε περιθώρια ικανοποιητικού αερισµού τους.
Εκεί θα παρέµειναν µέχρις ότου θα ερχόταν η στιγµή για να αποστειρωθούν µε το
ζεµάτισµα.
Το ζεµάτισµα δεν ήταν και καµµιά πολύπλοκη διαδικασία. Ένας µεγάλος «τσεντερές»
κοντόγιεµος µε νερό στήνονταν πάνω στο τρίποδο και αφήνετο να βράσει στη φωτιά που
τροφοδοτούσαµε µε ξερά λιόξυλα του κτήµατος. Τα αποστειρωτικά υλικά ήταν δάφνες,
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 64
µυρσινιά και βασιλικός µαζί µε τα οποία έβραζε το νερό επί κάµποση ώρα. Το ζεµάτισµα
γινόταν συνήθως µε την βοήθεια µιας καλοπλυµένης και ζεµατισµένης παληάς
καλαθίδας που χρησιµοποιείτο δίκην σουρωτηριού. Στη καλαθίδα έβαζαν µια ποσότητα
από τα ξηραµένα σύκα και τα βουτούσαν (µε τη καλαθίδα) στο ζεµατιστό νερό όπου και
τα άφηναν για λίγα λεπτά αρκετά για να απενεργοποιήσουν πιθανή ύπαρξη σκουληκιών.
Στη συνέχεια, βγάζανε την καλαθίδα από το ζεµατιστό νερό και την άφηναν να
στραγγίξει για λίγο πάνω από τον κοχλάζοντα τσεντερέ. Τα ζεµατισµένα σύκα έπρεπε κι
αυτά να «απλωθούν» πάλι στον ήλιο για να «τραβήξουν» λίγο την υγρασία τους και να
στεγνώσουν. Τέλος, αποθηκεύαµε τα σύκα στοιβάζοντάς τα σε διάφορα δοχεία µη
παραλείποντας να τα αρωµατίσουµε σκορπώντας πάνω σε κάθε στρώση τους φύλλα
φρεσκοκοµµένης µυρσινιάς.
Το ίδιο και µε τη ξήρανση των δαµάσκηνων για τα οποία η παραγωγή µας ήταν πάντοτε
πλούσια µια και ο µπαχτσές του κτήµατος φιλοξενούσε πολλές (αγριο)δαµασκηνιές που
φροντίζαµε πάντοτε να τις ανανεώνουµε. Τα ωοειδή, µικρά στο µέγεθος κοκκινοµαβιά
δαµάσκηνα ήταν ένα υπέροχο ευωδιαστό και ζουµερό φρούτο εποχής που προηγείτο σε
ωρίµανση του όψιµου πρασινοκίτρινου θεσπέσιου Σεπτεµβριανού ροδάκινου. Τα
δαµάσκηνα εύρισκαν στους µεγαλύτερους µεγαλύτερη αποδοχή και εκτίµηση λόγω των
θεραπευτικών ιδιοτήτων τους κατά της δυσκοιλιότητας. Αυτός ήταν και ο λόγος που η
γιαγιά βαλνόταν να κάµει την χειµωνιάτικη της χρεία (κοµπάνια) συντηρώντας τα µε
ξήρανση και αποθηκεύοντάς τα κατάλληλα. Τη θυµάµαι ακόµα να λειώνει στο στόµα της
σαν καραµέλα τα ξηραµένα δαµάσκηνα κατά τις επισκέψεις µου στο σπίτι της ολογυρίς
το χρόνο. Τα ξηρά δαµάσκηνα και σύκα ήταν από τα καλλίτερα κεράσµατα µε τα οποία
η γιαγιά ανταποκρινόταν στις συχνές µας επισκέψεις. Αντίθετα µε τα σύκα, τα
δαµάσκηνα δεν ζεµατίζονταν. Απλά αποθηκεύονταν ξηραµένα και ήσαν έτοιµα για
χρήση.
Τη ξήρανση των φρούτων την χρησιµοποιούσαµε για πολλά φρούτα που τύχαινε να µας
περισσεύουν λόγω µιας πλούσιας καρποφορίας. Έτσι εκτός από τα σύκα και τα
δαµάσκηνα, πολλές φορές ξηραίναµε και τα απίδια τα οποία και προορίζαµε για τα ζώα.
Τα «απδουκόµµατα» όπως έλεγαν τα ξηραµένα απίδια, σαν πιο ευαίσθητα, δεν
ικανοποιούσαν εκείνες τις συνθήκες υγιεινής διαφύλλαξης, που θα µας επέτρεπαν να τα
χρησιµοποιήσουµε και για δική µας χρήση. Η τεχνική µας της συντήρησης έφθανε µέχρις
εκεί. Ας είναι, κάποτε κάποιοι φωτισµένοι συµπολίτες µας να καταφέρουν να αναδείξουν
αυτές τις µέθοδες αποστείρωσης και συντήρησης σε µια συστηµατική σύγχρονη
βιοτεχνική παραγωγική επένδυση.
Παρασκευή του τραχανά
Η παρασκευή του τραχανά ήταν µια κατ εξοχήν καλοκαιρινή δραστηριότητα που
γινόταν στον τόπο του παραθερισµού. Ξεκινούσε από της πρώτες µέρες που ανεβαίναµε
στο πύργο. Ένα µεγάλο «κουµλί» Αγιασσώτικο, µε το στόµιό του σκεπασµένο µε το
χαρακτηριστικό πήλινό του καπάκι ή (λόγω σπασίµατος) µε µια «φαντή» πεσέτα δεµένη
στο περιστόµιό του, και τοποθετηµένο σε µια γωνιά του σπιτιού, ήταν συνήθως το δοχείο
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 65
συλλογής του γάλατος, που µας τροφοδοτούσαν οι δυο κατσίκες µας. Ό,τι γάλα
περίσσευε από την καθηµερινή χρήση, αφού τόβραζε η µητέρα µου, τόρριχνε στο
κουµλί, όπου είχε φροντίσει προηγουµένως να βάλει και την απαραίτητη µαγιά.
Παληότερα λίγο γιαούρτι χρησιµοποιούνταν για µαγιά. Αλλά παρατηρήθηκε ότι έδινε
µια έντονη ξυνίλα στον τραχανά που θα γινόταν µε τραχανόγαλο που προήρχετο µε
µαγιά-γιαούρτι και γι αυτό χρησιµοποιούν τις περισσότερες φορές σήµερα µια χούφτα
αλάτι, που την ανακατεύουν (διαλύουν) µε το πρωτόγαλα που θα µπεί στο δοχείο
συλλογής, το κουµλί. Στις επόµενες µέρες, η βασική διεργασία που απαιτούσε η
παρασκευή του τραχανόγαλου ήταν το τακτικό ανακάτεµµά του, που έπρεπε να γίνει και
δυο και τρεις φορές τη µέρα ανεξάρτητα αν θα συνοδεύονταν µε νέα ρίψη γάλατος ή όχι.
Κατά τη διάρκεια της περιόδου που συλλέγετο και παρασκευάζετο το τραχανόγαλο,
έπρεπε να προµηθευτούµε και την απαραίτητη ποσότητα «κουρκούτης». Κι αυτινής η
παρασκευή είχε τη δική της τρεχάλα. Η κουρκούτη είναι χοντροαλεσµένο ξανθό σιτάρι.
Εµείς αγοράζαµε το σιτάρι. Αυτό έπρεπε να το αλέσουµε σε κάποιο πετρόλιθο αλεστήρι,
το οποίο δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά δυο στρογγυλές βαρειές µαρµάρινες πλάκες πάχους
περί τα 10-15 εκατοστά η κάθε µία και διαµέτρου περί τους 40-50 πόντους. Η µια πλάκα
είχε ένα σιδερένιο άξονα γερά στερεωµένο στο κέντρο της κάθετα στο επίπεδό της. Η
άλλη πλάκα εκτός από µια χειρολαβή που είχε στερεωµένη στη περιφέρειά της κάθετη
στο επίπεδό της, είχε ακόµα και µια οπή στο κέντρο της αρκετά φαρδύτερη από το πάχος
του σιδερένιου άξονα της άλλης πλάκας. Η πλάκα µε την οπή τοποθετούνταν πάνω από
την άλλη πλάκα κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο άξονα της µιας να περνά µέσα από την οπή
της άλλης. Έτσι, µε την βοήθεια της χειρολαβής της, η πάνω πλάκα µπορούσε να
περιστραφεί γύρω από τον άξονα της κάτω πλάκας, που λόγω του βάρους της έµενε
ακίνητη. Το σιτάρι αλέθονταν µε το τριψιµό του ανάµεσα στις δυό πλάκες, µια διεργασία
που τη βοηθούσε πολύ το βάρος και η σκληρότητα των µαρµάρινων πλακών. Σ ένα
τέτοιον λιθόµυλο καταφεύγαµε για να αλέσουµε το σιτάρι και να κάνουµε την
κουρκούτη.
Ένα τέτοιο λιθόµυλο είχε ο αείµνηστος Μιχάλης Κριτζάς που έκανε την έξοχή του
τέσσαρα-πέντε κτήµατα πιο πέρα από το δικό µας προς την περιοχή του Αγίου Αντύπα.
Εκεί συνηθίζαµε και πηγαίναµε για να αλέσουµε το σιτάρι µας. Πάντα ευπρόδεκτοι από
τον κυρ Μιχάλη και την κυρά Αµερσούδα. Με την βοήθειά τους και µε προσοχή
απλώνανε µια µεγάλη µεσάλα κάτω από τον λιθόµυλο, και πέρναµε θέση για την
διαδικασία του αλέσµατος. Το σιτάρι το ρίχναµε λίγο-λίγο στην οπή της πλάκας απ
όπου και διαχέονταν σ ολόκληρο το επίπεδο ανάµεσα στις δύο πλάκες, καθώς
περιστρέφαµε την πάνω πλάκα µε την βοήθεια της χειρολαβής της. Το αλεσµένο σιτάρι,
έβγαινε σιγά-σιγά από την περιφέρεια των πλακών. Έπρεπε να είχε το κατάλληλο
µέγεθος κόκκων και να ήταν όσο το δυνατόν οµογενές. Γι αυτό, αν δεν ήταν
ικανοποιητική η ποιότητα του αλεσµένου σιταριού, µ ένα πρόχειρο κοσκίνισµα
ξεχωρίζαµε το χοντροτριµµένο (χοντροαλεσµένο) σιτάρι, το οποίο και περνούσαµε για
µια ακόµη φορά από ένα καινούργιο άλεσµα. Η όλη διαδικασία ήταν αρκετά κοπιαστική
και πολύωρη, πάντοτε συνάρτηση της ποσότητας του σιταριού που θα αλέθαµε.
Μια πιο εύκολη λύση για την παρασκευή της κουρκούτης ήταν το άλεσµα του σιταριού
(επί πληρωµή) στον βιοµηχανικό αλευρόµυλο του Πλωµαριού, που ευρίσκετο στη θέση
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 66
Ταρσανά λίγο πιο πέρα από την Αγία Παρασκευή. Σ αυτή τη λύση καταφεύγαµε όταν
ύστερα από χρόνια εγκαταλείψαµε την εξοχή της Άµαξος και µέναµε στο Πλωµάρι
ολογυρίς το χρόνο.
Με το που µαζεύονταν η απαραίτητη ποσότητα του τραχανόγαλου, έπρεπε να
παρασκευαστεί ο τραχανάς. Η διαδικασία απλή αλλά χρονοβόρα. Στήναµε το τρίποδο
πάνω από τη ξυλοφωτιά και πάνω σ αυτό τοποθετείτο ένας καλογανωµένος τσεντερές
µε το τραχανόγαλο που αφήνονταν να βράσει σε µέτρια φωτιά και συνεχές ανακάτεµα.
Χαρακτηριστική ήταν η «κουτάλα» του ανακατέµατος. Είχε τη µορφή µια
«κουπανίδας», σαν κι αυτής που χρησιµοποιούσαν για να κτυπούν τα «τσάντζαλα», που
έπλυναν στα πλυσταριά του χωριού ή µε το τρεχούµενο νερό του ποταµού. ∆εν είχε τα
χαρακτηριστικά της κουτάλας και µάλλον µπορώ να πώ ότι πιο πολύ έµοιαζε µε ρόπαλο
του κρίκετ (cricket bat). Το βράσιµο συνεχίζονταν επί πολύ ώρα και όσο αυτό
συνεχιζόταν τόσο και πιο προσεκτικά γινόταν το ανακάτεµα από το φόβο και «πιάσει» το
γάλα. Καθρέπτης και πυκνόµετρο εµπειρικό της κατάστασης του βρασµού ήταν η ίδια η
κουτάλα του ανακατέµατος. Απλά µε το που βγάζαµε την κουτάλα έξω από το γάλα
ύστερα από ένα ανακάτεµα, διαπιστώναµε το πόσο πυκνό είχε γίνει, λόγω «χωνέµατος»
από τον βρασµό, το τραχανόγαλο, από την εικόνα της ροής του πάνω στη κουτάλα.
Έπρεπε να γίνει αρκετά πυκνόρευστο, να µη «τρέχει» πάνω στην κουτάλα αλλά να
«στέκει» πάνω σ αυτή. Κι όταν πια το βράσιµο του τραχανόγαλου έφθανε στο τέλος
του, το κατεβάζαµε από το τρίποδο µακριά από τη φωτιά για να ρίξουµε αµέσως σ αυτό
τη κουρκούτη ανακατεύοντάς την µε την κουτάλα.
Συνήθως ένα κιλό κουρκούτη προς πέντε κιλά τραχανόγαλου ήταν η δοσολογία που
ακολουθείτο.
Το ανακάτεµα της κουρκούτης ήθελε γερά µπράτσα ιδίως όταν άρχιζε να ολοκληρώνεται
η προσθήκη της κουρκούτης στο βρασµένο και «χωνεµένο» τραχανόγαλο. Το
αναλάµβαναν οι µεγαλύτεροι. Κι εµείς όµως, που καµωνόµασταν τους µεγάλους, δεν
µπορούσαµε να µείνουµε µε σταυρωµένα τα χέρια. Αναλαµβάναµε το πρώτο στάδιο του
ανακατέµατος και µόλις άρχιζε να «κολλά» η κουτάλα και να µη µπορεί να προχωρήσει
το ανακάτεµα, παραδίναµε το τελείωµά του σε κάποιο µεγαλύτερο. Ο τραχανάς πια ήταν
έτοιµος. Καυτός ακόµη, έπρεπε να µείνει στον τσεντερέ για να κρυώσει. Και αυτό ήταν
το στάδιο που απολάµβαναν µικροί και µεγάλοι. Ήταν η ώρα που θα δοκιµάζαµε τον
τραχανά. Μ ένα καθαρό κληµατόφυλλο στο χέρι, που χρησιµοποιούνταν σαν µικρό
πιατάκι, «κοπιάζαµε» στον ζεντερέ για να κεραστούµε λίγο ζεστό τραχανά, ξελιγωµένοι
από την πολύωρη αναµονή της παρασκευής του και την υπέροχη ευωδιά του. Ήταν µια
θεσπέσια λιχουδιά που την χαιρόµασταν το πολύ δυο φορές κάθε καλοκαίρι.
Το επόµενο στάδιο της παρασκευής του τραχανά το αναλάµβανε η γιαγιά µου η
Σουλτάνα. Τον µετάγγιζε σε µια πήλινη µεγάλη πιατέλα και τον άφηνε µέχρι το επόµενο
πρωινό, µια και το βράσιµο του τραχανόγαλου γινόταν τις απογευµατινές ώρες. Το πρωί,
µε την ανατολή του ήλιου, την έβρισκες στην «αστρατσιά» του σπιτιού (στο µπαλκόνι)
να µεταλλάσσει την µάζα του τραχανά σε καλαίσθητες «χάχλες», χρησιµοποιώντας για
φόρµα το εξωτερικό της σφιγµένης γροθιάς της. Έτσι η «χάχλα» έπαιρνε το σχήµα µια
µικρής αυγοειδούς κουπίτσας µε αρκετά λεπτό τοίχωµα, ένα σχήµα που βοηθούσε στην
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 67
αποξήρανσή της πότε µε το κοίλο της και πότε µε το κυρτό µέρος στραµµένο προς τον
ήλιο. Μια-µια τοποθετούσε η γιαγιά τις «χάχλες» της πάνω σε µεγάλες σανίδες, που
στηρίζονταν στη κουπαστή του µπαλκονιού, στρωµένες µε καθαρές µεγάλες µεσάλες.
Εκεί θα έµεναν για λίγες µέρες για να αποξηρανθούν στον ήλιο πολύ καλά, χωρίς
υπολείµµατα όποιας υγρασίας. Ήταν απαραίτητο να γίνει αυτό για να µπορέσουν να
αποθηκευτούν µε σιγουριά οι θρυµµατισµένες «χάχλες» του τραχανά µέσα σ ένα από
τους σοφράδες που είχαµε για το σκοπό αυτό. Η µόνη φροντίδα κατά τις µέρες της
αποξήρανσης ήταν να κρατάµε τα πουλιά µακρυά από τον τραχανά, που τον εύρισκαν
τόσο νόστιµο, ώστε να διακινδυνεύουν συχνές προσγειώσεις πάνω στα τραχανοσάνιδα.
Απ όλη τη διαδικασία της παρασκευής του τραχανά, δύο πράγµατα µου έκαναν µεγάλη
εντύπωση. Το πρώτο ήταν η σύλληψη της τεχνικής της µακρόχρονης συντήρησης ενός
τόσου ευαίσθητου προϊόντος, όπως είναι το γάλα. Και το δεύτερο, η άριστη αποθήκευσή
του σε υπαεριζόµενους σοφράδες, που διατηρούσαν άσβεστη την ευωδιά του
φρεσκοαποξηραµένου τραχανά. Μπροστά σ αυτές τις δυο ανθρώπινες επινοήσεις,
έµοιαζαν να ωχριούν τα σύγχρονα µέσα συντήρησης και αποθήκευσης.
Συλλογή αµύγδαλων
Η συµπλήρωση της οικογενειακής «κοµπάνιας» συνεχίζονταν µε το µάζεµα των
αµύγδαλων και των καρυδιών. Πρώτα τα αµύγδαλα προς τα µέσα Αυγούστου κι ύστερα
τα καρύδια στις αρχές του Σεπτέµβρη.
Γύρο από τον πύργο υπήρχαν µεγάλες και µικρές µυγδαλιές δυο τρεις από τις οποίες
ήταν από τα κόπια του παππού µου Αντώνη. Είχαν γίνει δένδρα ολόκληρα που
συµµετείχαν στο σκίασµα της αυλής. Ήταν όµως τις πιο πολλές φορές λιγόκαρπες και τα
λιγοστά αµύγδαλα που έκαναν, τα διαχειρίζονταν µε µαεστρία οι συµπαραθερίζοντες
αρουραίοι και οι νυφίτσες. Για µας τα πολύ λιγοστά αµύγδαλα που µας έµεναν, τα
βάζαµε σηµάδι βελτιώνοντας την επίδοσή µας στη σφεντόνα. Οι µυγδαλιές όµως αυτές
µας προµήθευαν την πολύτιµη «γόµα» τους, το πηγµένο στα πληγωµένα κλαδιά
κεχριµπαρένιο δάκρυ τους, που χρησιµοποιείτο ευρύτατα για το µαλάκωµα του
κρυολογηµένου λαιµού κατά το χειµώνα. Η γιαγιά µου η Σουλτάνα ήταν φανατική
συλλέκτρια αυτής της γόµας και βλέπαµε να αστράφτει το πρόσωπό της από χαρά όταν
τις φέρναµε κοµµάτια γόµας που µαζεύαµε από τις µυγδαλιές που συναντούσαµε στις
περιπλανήσεις µας στα διάφορα κτήµατα. Για µας, αυτή η συλλογή της γόµας ήταν µια
πρώτης τάξεως δικαιολογία για να σκαρφαλώνουµε στις µυγδαλιές συναγωνιζόµενοι
ποιος θα φθάσει ψηλότερα και εάν ήταν δυνατόν στην κορυφή τους. Προσωπικά, µε
µάγευε η δυνατότητα µιας περισκοπικής παρατήρησης από την κορυφή ενός δένδρου,
καµουφλαρισµένος µε τη φυλλωσιά του, καµώµενος τον λοκατζή στρατιώτη αλλά και
τους γνωστούς µου ελαιοραβδιστάδες. Μυγδαλιές, ελαιόδενδρα, πεύκα και κάθε λογής
δένδρο ήταν για µένα µια πρόκληση, ένα καινούργιο εγχείρηµα. Έτσι µ αυτές τις
αναρριχήσεις µαθαίναµε τόσα άλλα που κρύβουν οι ψηλές και πυκνές φυλλωσιές.
Βρίσκαµε φωλιές πουλιών, και γρήγορα µάθαµε να τις προστατεύουµε. Αποκτήσαµε
απρόσµενη εµπειρία από σφηκοφωλιές και νοιώσαµε πολλές φορές το κεντρί της
σφίγγας που νόµισε ότι θα της κάνουµε κακό. Και δος του τρεχάµατα στο σπίτι για τις
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 69
Αν τύχαινε να ραβδίζεται κάνα πλούσιο σε καρύδια κλαδί µιας καρυδιάς, τότε γινόταν
σωστό πανηγύρι. Τα καρύδια έπεφταν σαν χοντρό χαλάζι στο έδαφος, βοµβαρδίζοντας
όσους τύχαινε να τα µαζεύουν στο µέρος εκείνο. Και δώστου να τρέχουµε να
αποφύγουµε κάνα κτύπηµα στο κεφάλι, και δώστου να ξεφωνίζουµε στα ωχ αυτών που
«άρπαζαν» κατακέφαλα τις καρυδοριπές. Και γινόταν όλος αυτός ο σαµατάς γιατί δεν
είχαµε την υποµονή να περιµένουµε να τελειώσει πρώτα το ράβδισµα κι ύστερα να
αρχίσουµε το µάζεµα των καρυδιών. Μας παρακινούσε ο συναγωνισµός που είχαµε για
το ποιος θα µαζέψει τα περισσότερα καρύδια και το γεγονός ότι προσπαθούσαµε να
εκµεταλλευτούµε τις ευκολοµάζωχτες και πλουσιότερες σε ραβδισµένα καρύδια
περιοχές.
Κι αυτή ήταν η εύκολη όψη του µαζέµατος. Τα δύσκολα άρχιζαν µετά, όταν τέλειωνε το
ράβδισµα, και έπρεπε να βγούµε στο λαγκάδι για να το ερευνήσουµε σπιθαµή προς
σπιθαµή για καρύδια που έπεφταν σ αυτό, µέσα στα ξηρά τα πλατανόφυλλα, στους
κισσούς και στις µικρές και µεγάλες «βατσνιές» (αγριόβατους), που πάντα δέσποζαν και
στις δυο όχθες της λαγκαδιάς. Μ ένα µικρό ξύλο στο να χέρι και µε την καλαθίδα στ
άλλο, άρχιζε το στάδιο αυτό που ήταν και το συναρπαστικότερο µια και εκεί µπορούσε
να φανεί η καπατσοσύνη του καθένα µας και η συναδέλφωσή του µε τις πραγµατικές
δυσκολίες της αγροτικής ζωής. Εκεί µπορούσες να καταλάβεις και να συµβιβαστείς µε το
ρόλο κάθε φυτικής ύπαρξης και κάθε δυσκολίας. Εκεί µπορούσες να δεις τη «βατσνιά»
σαν ξεχωριστό κόσµηµα της λαγκαδιάς και να ανεχτείς τα αγκαθωτά κλωνιά
τσαγκούνια») της κι όταν ακόµη προσπαθούσες να ξετρυπώσεις µέσα απ αυτά ένα
κρυµµένο καρύδι. Και όπως είναι φυσικό, µια τέτοια οµαδική εργασία είχε και µια καλή
οικολογική συνεισφορά. Καθαρίζονταν το λαγκάδι από κάθε λογής ξερά κλαδιά,
κλαδεύονταν οι «βατσνιές» της κοίτης, µαζεύονταν τα πλατανόφυλλα για να καούν µε τα
πρωτοβρόχια. Μακρυά απ τη σύγχρονη λύση των φυτοφαρµάκων που πεθαίνουν κάθε
λογής ζωής, φυτικής και ζωικής, απειλώντας µε µεγάλες πιθανότητες και τη ζωή τη δική
µας.
Παράλληλα µαζεύαµε και όλα τα χλωρά πράσινα καρυδόφυλλα που έπεφταν θύµατα της
τέµπλας. Ήταν µια από τις λιχουδιές που αποζητούσαν οι κατσίκες και τα µεγάλα ζώα
(γαϊδούρια και µουλάρια). Κυρίως όµως τα καρυδόφυλλα τα προορίζαµε για τις κατσίκες
µας, µια και η ύπαρξη των καρυδόφυλλων µας έβγαζε για λίγες µέρες από το κόπο να
αναζητήσουµε την απογευµατινή-βραδυνή τροφή τους (κάποιο πλούσιο κισσό, κάποιο
πλατανόκλαδο, κάνα κλαδί ελιάς, κλπ). Γι αυτό ήταν και ιδιαίτερη η σηµασία που δίναµε
στο µάζεµά τους, παρά τη κούραση της καρυδοσυλλογής. Τα καρυδόφυλλα τα
στοιβάζαµε µέσα σε σακιά για ελιές και τα παίρναµε στον πύργο. Μαζεύαµε ακόµα κι
όλα τα ξερά καρυδόκλαδα που έσπαγαν µε το ράβδισµα αφήνοντας πίσω µας το κηπάριο
πιο καθαρό απ ό,τι το βρήκαµε πριν το ράβδισµα. Και πάλι, τίποτε δεν έµενε
ανεκµετάλλευτο!
Το µάζεµα των καρυδιών τελείωνε µε το κουκολόϊ. Πάλι µε την καλαθίδα στο να χέρι κι
µ ένα ξύλο-ανιχνευτή στο άλλο, παίρναµε µια γύρα το κηπάριο και τη λαγκαδιά και τους
παραπλήσιους χώρους για να µαζέψουµε ό,τι άλλο είχε αποµείνει αφήνοντας στις
νυφίτσες γαλιές») µόνο εκείνα τα καρύδια, που δεν θα έπεφταν στην αντίληψή µας. Κι
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 70
όταν τέλειωνε και το κουκολόϊ, άρχιζε η µεταφορά των καρυδιών στο πύργο µε τη
βοήθεια των µουλαριών που, άντεχαν το βαρύ φορτίο και την ανηφοριά του δρόµου.
Στο πύργο, άρχιζε η διαδικασία του καθαρισµού των καρυδιών από το εξωτερικό
πράσινο περίβληµά τους. Στη διπλανή της αυλής πεζούλα, αδειάζονταν λίγα-λίγα τα
τσουβαλιασµένα καρύδια και µικροί-µεγάλοι παίρναµε θέση γύρω από το σωρό µ ένα
µαχαίρι στο χέρι καθισµένοι είτε σ ένα από τα µικρά καρεκλάκια µας είτε κατάχαµα
πάνω σε καµιά στρωµένη κουρελού. Ανάλογα µε την παραγωγή που είχαµε, και από το
πόσο ώριµα ήταν τα καρύδια, το καθάρισµα µπορούσε να κρατήσει αρκετές µέρες. Κι
έπρεπε να γίνει το συντοµότερο δυνατό για να µείνει ασπρακάτη η ψύχα των καρυδιών
και να αποφευχθεί µια ενεδρεύουσα µούχλα.
Ενδεικτικό της συνεισφοράς µας στο καθάρισµα των καρυδιών ήταν η ένταση της
µαύρης βαφής (το στύψιµο) που άφηναν οι φλοιοί των καρυδιών στο µεγαλύτερο µέρος
της παλάµης µας, αυτής κυρίως που διαφέντευε το µαχαίρι. Κι εµείς, που το είχαµε πάρει
είδηση αυτό, δώστου και τρίβαµε τα δάχτυλά µας µε καρυδότσουφλα (καρυδόφλοιους)
και δείχνοντάς τα, δώστου να κοκορευόµαστε για την απόδοση της δικής µας
συνεισφοράς στο καθάρισµα. Με τη δεύτερη µέρα κιόλας, οι παλάµες µας είχαν πάρει
νέγρικη απόχρωση, κυρίως από το µέσα µέρος των. ∆εν έµεινε, παρά να διατηρήσουµε
το χρώµα αυτό στα χέρια µας για λίγο καιρό, (µέχρι τις 20 Σεπτεµβρίου), για να το
δείχνουµε στους συµµαθητές µας µε το άνοιγµα των σχολείων, που δεν ήταν και πολύ
µακριά.
Τα καθαρισµένα από το πράσινο περίβληµα καρύδια απλώνονταν αµέσως για ξήρανση
στον ήλιο, πάνω σε τσουβάλια, στα πιο «λιακά» µέρη των πεζούλων γύρω από τον
πύργο. Εκεί θα µεναν αρκετές µέρες ώσπου να αποξηρανθούν καλά για να µπορέσουν
να αποθηκευτούν µε ασφάλεια. Μόνη έγνοια µας ήταν µια πιθανή βροχή, που δεν έπρεπε
να επηρεάσει την αποξήρανση. Περιττό να πω, ότι για πολλές µέρες τόσο τα φρέσκα
καρύδια, όσο και τα ηµίξερα, ήταν ένα πρώτης τάξεως µικρο-έδεσµα (σνακ !) σε
οποιαδήποτε ώρα της ηµέρας και το απαραίτητο συνοδευτικό του απογευµατινού καφέ
του πατέρα µου.
Κι ενώ συνεχίζονταν το καθάρισµα των καρυδιών, πότε µε τον πατέρα µου και πότε
µόνος µου, αλλά πάντα µε την συνοδεία του ∆ηµήτρη Κουτλή, πηγαίναµε και σε άλλα
κτήµατα όπου είχαµε µια ή δυο καρυδιές για να τις ραβδίσουµε. ∆εν έπρεπε να πάει
χαµένο ούτε ένα καρύδι. Ήταν όµως και µια ευκαιρία να επιθεωρήσουµε και άλλα
κτήµατά µας και να εκτιµήσουµε τις καλλιεργητικές ανάγκες τους. Για παράδειγµα, στην
Κάτω-Άµαξο, λίγο πιο κάτω από τον Ταξιάρχη, είχαµε δυο-τρείς «φυντάνες» (νέες
καρυδιές) στο κάτω µέρος του κτήµατος δίπλα στη λαγκαδιά καλά περιφραγµένες από το
υπόλοιπο κτήµα, το οποίο αφήναµε στη βοσκή των ζώων µας µια και υπήρχε πλούσια
µάννα νερού σ αυτό. Η περίφραξη των καρυδιών, δηµιουργούσε µια λωρίδα κατά µήκος
της λαγκαδιάς που προσπαθήσαµε να την εκµεταλλευτούµε φυτεύοντας εκεί µεγάλο
αριθµό από λεύκες. Ήταν η χαρά µας, κάθε φορά που πηγαίναµε εκεί, να τις ποτίζουµε,
να τις κλαδεύουµε, να καθαρίζουµε τον γύρο χώρο τους. Η ύπαρξη των καρυδιών ήταν
µια πρώτης τάξεως ευκαιρία να γίνουν κι αυτές οι δουλειές και να καθαριστεί η µάννα
του νερού. Αυτή η χαρά µας µε τα µικρά λευκάρια όµως δεν κράτησε για πολύ. Πρόλαβε
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 71
κάποιος γάϊδαρος της ελεύθερης βοσκής να τα κάνει µεζεδάκι του παραβιάζοντας την
περίφραξη στην οποία κάποιος ασυνείδητος περαστικός ή κυνηγός είχε καταφέρει να
αφήσει µια ευκολοδιάβατη «αµπασιά». Επέζησαν, όπως θυµάµαι δυο-τρία λευκάρια από
τα εκατό που είχαµε φυτέψει. Και αυτά τα τρία κατάφεραν να ανδρωθούν, να ψηλώσουν
και να µας θυµίζουν και κάποιες άλλες δυσκολίες της αγροτικής ζωής, που έγιναν
περισσότερο έντονες µε την κατάργηση της αγροφυλακής.
Άλλες αγροτικές δραστηριότητες
Η πιο µακρινή από τις επισκέψεις µας σε άλλα κτήµατα ήταν αυτή προς την Μέσουνα, τα
Βουρνά και τη Σεδούντα, όπου είχαµε κτήµατα. Για την παιδική µου ηλικία, αυτή η
εξόρµηση ήταν µια δύσκολη αλλά και συναρπαστική εµπειρία κάθε φορά που έπρεπε να
συµµετάσχω σ αυτήν. Και τούτο γιατί µε συνέπαιρνε η «έφιππη» αυτή αποστολή
καβάλα σ ένα από τα αγαπηµένα µου µουλάρια, τον «Καστάνη» ή την «Ψαρή»
διασχίζοντας µεγάλες αποστάσεις µέσα από γνωστά και άγνωστα ηµιονικά µονοπάτια
που ξεκινούσαν από τον πύργο µας, συνεχίζοντας προς τις Σπίδες και το Χωριό, την
περιοχή του «Κλά» την κατηφόρα του «Ψωριάρη», την Αγία Αικατερίνα και τελικά στην
ευρύτερη περιοχή Μέσουνας-Σεδούντας. Αλησµόνητες εµπειρίες για µια-δυο καλαθίδες
καρύδια (µε τα «φλούδια» τους) και µια λίστα από το τι πρέπει να γίνει εδώ και τι εκεί.
Για το αν είχε αρκετή «αφατσιά» για θέρισµα, που έπρεπε να γίνει πριν τα πρωτοβράχια
και να αποθηκευτεί σαν εναλλακτική µε το άχυρο τροφή των ζώων· για το αν είχαν εληές
τα κτήµατα· αν ήθελαν χοντρό «καθάρισµα» ή όχι (µια και το ψιλό καθάρισµα
αφήνονταν στα ζώα της ελεύθερης βοσκής που έκαναν καλή δουλειά)· για το αν υπήρχε
ανάγκη διόρθωσης της περίφραξης στα «σωθίρια»· αν έπρεπε να επιδιορθωθούν
«χαλάστεριες» κλπ κλπ. Ήταν µια αµοιβαία συναλλαγή µε τα κτήµατά µας, της
προσφοράς εκ µέρους των και της ανταπόδοσης από τη δική µας πλευρά. Έτσι λειτουργεί
η φύση. Ανταποδοτικά θα έλεγε κανείς. Εγώ θα διαφωνήσω όµως µ αυτό. Νοµίζω ότι
µάλλον η φύση ανταποδίδει µε το παραπάνω το σεβασµό µας προς αυτήν. Και ευχαριστώ
το Θεό, που είχα την ευκαιρία να το δώ αυτό, να το νοιώσω, να το αποτυπώσω και να το
σεβαστώ . Η µικρή µου αυτή εµπειρία µε την αγροτική ζωή, στα πρώτα χρόνια της ζωής
µου, νοµίζω ότι µε εφοδίασε µ ένα από τα καλλίτερα πτυχία των σπουδών µου και µ
ένα βασικό όπλο για τη µετέπειτα ζωή µου. Με έκανε να δώ πιο εύκολα αυτή την
συναλλαγή να καθρεπτίζεται µέσα από κάθε δραστηριότητα της µετέπειτα ζωής µου. Στο
σχολείο, στο πανεπιστήµιο, στον εργασιακό χώρο, στις κοινωνικές δραστηριότητες.
Απλά, η επαφή µε την αγροτική ζωή σε µικρή ηλικία είναι µία από τις πιο πρακτικές και
αποδοτικές µέθοδες διδασκαλίας για µια «επιστήµη» που δεν διδάσκεται στα σχολεία και
δεν µαθαίνεται διαβάζοντας κάποιο επιστηµονικό σύγγραµµα.
Η συµπλήρωση της οικογενειακής «κοµπάνιας» µας περιελάµβανε και τη συλλογή
κουκουτζέλων, υλικού πολύ χρήσιµου, ίσως και µοναδικού, για το προσάναµµα µετά το
δαδί. Σε αρκετά από τα κτήµατά µας βρίσκονταν µεγάλα πεύκα, µερικά από τα οποία
κατάφεραν να επιζήσουν και από τη µετέπειτα µεγάλη πυρκαγιά του 1987. Έτσι, σε
κάθε εξόρµησή µας δεν παραλείπαµε να κουβαλάµε µαζί µας και κάποια «τριµµένη
µπούρδα» µέσα στην οποία µαζεύαµε τις κουκουτζέλες. Αυτές, µαζί µε τα αµαξώτικα
(ξυλο)κάρβουνα που αγοράζαµε, συµπληρώνανε ένα µέρος των «ενεργειακών αναγκών»
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 72
του νοικοκυριού µας. Το άλλο κοµµάτι συµπληρώνονταν µε τα ξύλα του κλαδέµατος των
ελαιοκτηµάτων µας, που γινόταν µετά το λιοµάζεµα και λίγο πριν την ανθοφορία της
ελιάς.
Αυτό που έµεινε βαθειά τυπωµένο στο µυαλό µου, παρά τις νεανικές βαρυγγοµιές, λόγω
της συνεχούς, πολύπλευρης και πολλές φορές εξαντλητικής εργασίας, είναι η εκτίµησή
µου για γι αυτά που µας έδιδε το κτήµα. Για την οικονοµία των αγαθών. Τίποτε δεν
πήγαινε χαµένο. Ούτε χορτάρι γης που θα µπορούσε να τροφοδοτήσει µια άθελη δασική
ή αγροτολιβαδική πυρκαγιά. Ζώα και άνθρωποι συµµεριζόµασταν τα αγαθά του
κτήµατος µε µια αµοιβαία κατανόηση και συνεργασία, που µας συναδέλφωνε και µας
συµφιλίωνε.
Η κοµπάνια µας συµπληρωνόταν µε τον τρύγο και την παρασκευή του κρασιού της
χρονιάς. Ο τρύγος δεν ήταν όµως για µας µια δραστηριότητα που λάµβανε χώρα στην
εξοχή. Γινόταν πιο ύστερα µετά την κάθοδό µας στο Πλωµάρι. Και τούτο γιατί τις µεν
πρώιµες ποικιλίες των σταφυλιών τις κόβαµε όσο είµασταν ακόµη στο βουνό για δική
µας χρήση, ενώ τα υπόλοιπα σταφύλια, που περιελάµβαναν µαύρα κρασοστάφυλλα,
βάψες και ροζακιά, και ποικιλίες φερµένες µε µεράκι από τα λιµάνια της απέναντι
ανατολής, ήταν αυτά που προορίζαµε για το οικογενειακό κρασί και τα τρυγούσαµε
συνήθως την πρώτη βδοµάδα του Οκτωβρίου.
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 73
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Τα «διουχταρέλια»
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 74
Πρωτοβρόχια
Το κλίµα της ζωής στην εξοχή άλλαζε µε το πλησίασµα του χρόνου επιστροφής στο
χωριό. Ετοιµασίες της κοµπάνιας µας, η θύµηση από τους µεγάλους, ότι όπου νάναι
ανοίγουν τα σχολεία, δηλητηρίαζαν σιγά-σιγά το ήρεµο και ανέµελο κλίµα των πρώτων
εβδοµάδων. Η αλλαγή αυτή επισφραγίζονταν µε το πρωτοβρόχι, που συνεπές στο
ραντεβού του, έκαµε την εµφάνισή του περί τα τέλη Αυγούστου ή τις αρχές του
Σεπτεµβρίου. Και µ αυτό, η εικόνα του βουνού άλλαζε πλήρως. Η ψύχρα γινόταν
αισθητή το πρωί και το βράδυ, η ζακέτα απαραίτητη τις ώρες αυτές κι η κουβέρτα
µόνιµα στο κρεβάτι µας.
Μα δεν ήταν µόνο αυτά που σηµάδευαν την αλλαγή. Το δυνατό πρωτοβρόχι, άλλαζε
όλη την καθηµερινή εικόνα που είχαµε συνηθίσει. Μετά τη βροχή, και το υπέροχο
αίσθηµα της βρεγµένης γης, έβλεπες γύρο σου όλα σε µια παράταξη γιορτινή. Οι ελιές
λαµποκοπούσαν στον ήλιο, οι πέτρες των ξηρολιθιών άστραφταν αντανακλώντας τον
ήλιο που φαινόταν πιο λαµπερός, πιο κοντά µας. Και το χώµα, χαραγµένο από τους
ορµητικούς παραχειµάρους άλλοτε βαθειά κι άλλοτε επιφανειακά, να επιδεικνύει τη ροή
που θα ακολουθούσαν τα χειµωνιάτικα ρυάκια στο δρόµο τους προς την λαγκαδιά· τις
πλαγιές που θα διάβρωναν στο διάβά τους, που θα γινόντουσαν δυσκολοδιάβατες για
πεζούς και για ζώα. Ήταν µια άλλη εικόνα, που ξεδιπλώνονταν µπροστά σου και που
ένοιωθες να ζεί µια αλλοιώτικη ηρεµία, µια νιρβάνα που προετοιµάζονταν να ζήσει τον
ερχοµό του καινούργιου, αυτού που θα πρασίνιζε σε λίγες βδοµάδες τις γύρο πλαγιές για
να καλωσορίσει τα βυζανιάρικα κατσικάκια και τους «κυνηγούς» των χόρτων του
βουνού.
Το πρωτοβρόχι καθόριζε και ένα άλλο σύνολο µικρο-δραστηριοτήτων µια και δρούσε
καθοριστικά πάνω στα διάφορα βότανα και µυρωδικά του βουνού. Το φασκόµηλο, το
δενδρολίβανο, το µπιτόνικο, η ρίγανη κι η θρύµπη ξεπλένονταν µε το νερό της βροχής
και λαµποκοπούσαν φρεσκάδα και ζωντάνια. ∆εν έµενε παρά να στεγνώσουν για λίγες
µέρες στον ήλιο για να αρχίσουµε να ασχολούµαστε και µε την συλλογή και αποθήκευσή
τους για τις ανάγκες του σπιτιού. Κόβαµε, µεγάλες ποσότητες από αυτά µια και υπήρχαν
αυτοφυή σε πολλά από τα κτήµατά µας και είχαµε και αρκετές παραγγελιές από
γνωστούς και φίλους. Κυρίως προτιµούσαµε να τα µαζεύουµε από κτήµατα και µέρη
στα οποία δεν είχαν πρόσβαση τα ζώα για µεγαλύτερη καθαριότητα. Κόβαµε το
φασκόµηλο (ή/και το δενδρολίβανο ή/και το µπιτόνικο) προσεκτικά, σε µικρά κλωνάρια,
σαν να το κλαδεύαµε, χωρίς να το ξερριζώνουµε (όπως κάνουν σήµερα πολλοί
αυτόκλητοι εραστές των βοτάνων του βουνού, που µόνη έννοια έχουν την ικανοποίηση
των αναγκών τους αδιαφορώντας για τους κόπους και τις φροντίδες αυτών που τα
έφεραν και τα ανάπτυξαν στα κτήµατά τους - και δυστυχώς αυτό συµβαίνει και µε το
µάζεµα των χόρτων, ραδικών, σβρουνιών, κλπ)· το µαζεύαµε σε µικρά δεµάτια, που τα
δέναµε µ ένα ευλύγιστο γερό χορτάρι που βρίσκαµε εκεί κοντά στο µέρος που φύονταν.
Τα δεµάτια, έπρεπε να αποξηρανθούν σε ευάερο και σκιερό µέρος για να αποθηκευτούν
µε ασφάλεια, έτοιµα για χρήση κυρίως τον χειµώνα.
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 75
Η ρίγανη κι η θρύµπη είχαν λίγο διαφορετική επεξεργασία. Έπρεπε πρώτα να
ξεχωρίσουµε τις ανθοφορούσες «κορφές» από το υπόλοιπο κοτσάνι τους που θα
τέλειωνε την διαδροµή του στο πύρωµα του φούρνου µας. Μετά, πάνω στο καθαρό
τραπέζι, άρχιζε το τρίψιµό των «κορφών» µέσα στις παλάµες µας. Όσο πιο τραχύ ήταν το
δέρµα της παλάµης µας, τόσο πιο άνετα και πιο γρήγορα γινόταν το τρίψιµο. Ήταν κι
αυτή µια απ τις δουλειές που σ άφηνε να αξιολογήσεις µε θαυµασµό το γεροδεµένο και
σκληραγωγηµένο χέρι του αγρότη, το βασικό εργαλείο του, για όλες τις αγροτικές
δουλειές. Λεπτεπίλεπτα χεράκια δεν µπορούσαν να ανταποκριθούν στις ανάγκες της
αγροτικής ζωής ακόµη και για το τρίψιµο της ρίγανης που φάνταζε στη περίπτωση αυτή
σαν ανθός γαϊδουροάγκαθου. Με τη σειρά της ο ψιλοτριµµένος ανθός της ρίγανης (ή της
θρύµπης) καλά καθαρισµένος από τους µικρούς και µεγάλους µίσχους (σ αυτό
βοηθούσε και ένα πέρασµα από κατάλληλο κόσκινο) απλώνονταν για µια-δυο µέρες (σε
ανήλιο µέρος) για το τελευταίο στέγνωµα και τέλος αποθηκεύετο σε καθαρά γυάλινα
βαζάκια. Άλλα από αυτά αφορούσαν τις παραγγελιές και άλλα την δική µας χρήση.
Άνοιξη στην Άµαξο.
Τα πρωτοβρόχια, εκτός από το σηµάδεµα της αρχής του τέλους της εξοχής, έκαναν πιο
ελκυστικό ένα περίπατο κατά µήκος της λαγκαδιάς, µια πρόσθετη πρόφαση για την
µητέρα µου να πεταχτεί µέχρι την Αηδονίατισα ή τον Άη-∆οντά για να ανάψει τα
κανδήλια τους. Κι ήταν για µας ένας τέτοιος περίπατος µια αφορµή να µαζέψουµε τα
πρώτα «διουχταρέλια» (κυκλάµινα) που φοβισµένα ξεπρόβαλαν σε κάποια κουφώµατα
στις βάσεις των παραποτάµιων ξηρολιθιών ή σε προστατευµένες περιοχές της λαγκαδιάς.
Το πανηγύρι της Παναγιάς της Αηδονιάτισας
Κι όµως, το πρωτοβρόχι ήταν και µια θύµηση του ερχοµού του µεγάλου πανηγυριού της
Άµαξος. Του πανηγυριού της Αηδονάτισας, που µάζευε όλους τους Αµαξιώτες και
πολλούς προσκυνητές από το Παλαιοχώρι και το Καµµένο-Χωριό σε µια γιορτή
ευχαριστηριακή προς το Θεό, που µας αξίωνε και πάλι να ζήσουµε τις χαρές του βουνού,
αλλά και παρακλητική για να ξαναβρεθούµε και τον άλλο χρόνο πάλι όλοι µαζί.
Το πανηγύρι της Αηδονιάτισας είχε ιδιαίτερη σηµασία για την νεολαία της Άµαξος, γιατί
η νεολαία επιφορτιζόταν ένα µεγάλο µέρος της προετοιµασίας του ναού, όπως το
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 76
κουβάληµα του νερού από τη διπλανή πηγή του Παλαιολόγου για το πλύσιµο της
εκκλησιάς αλλά και για την προπαρασκευή του ασβέστη τσίµιζµα») για το ασβέστωµα
όχι µόνο του εσωτερικού χώρου της Παναγιάς, αλλά και του εξωτερικού του ναού, των
γύρο πεζούλων, του κάτω µέρους των κορµών των γύρο λιόδεντρων, του πρίνου και του
κυπαρισσιού της Παναγιάς. Έπρεπε, πριν το ασβέστωµα, να καθαρισθούν µε τις
τσουγκράνες οι γύρο πεζούλες, που θα υποδέχονταν τους πολυπληθείς προσκυνητές και
θα τους πρόσφεραν τον απαραίτητο χώρο όπου θα µπορούσαν να απλώσουν τα
«χραµέλια» τους και να ξεκουραστούν. Οι πιο µεγάλοι της νεολαίας ανελάµβαναν να
φέρουν «µυρσινιές» µε τις οποίες στόλιζαν την εξωτερική είσοδο του ναού καλύπτοντας
όλο το κούφωµα της πόρτας µέ ισόπαχο κορµό-στεφανιού από µυρσινιές. Οι πιο µικροί
σκορπιζόµασταν στους γύρο µπαχτσέδες για να γυρέψουµε λουλούδια και βασιλικούς µε
τα οποία και θα στολίζαµε τα εικονίσµατα του τέµπλου. Τέλος, οι Αµαξιώτισες γυναίκες
φρόντιζαν να έχουν έτοιµες πεντακάθαρες και καλοσιδερωµένες τις κεντηµένες µε
µεράκι «ποδιές» του εικονοστασίου αλλά και τα καλύµµατα µε τα οποία «έντυναν» τις
κόγχες του ιερού βήµατος όπου θα τελούνταν η Θεία Ευχαριστία.
Όλα ήταν έτοιµα αργά µετά τη δύση του ήλιου. Πόρτες και παράθυρα έκλιναν, ανάβανε
τα καντήλια και λίγο λιβάνι καµωµένο από µαγιάτικα τριαντάφυλλα καίγοντας ένωνε την
µαγευτική ευωδιά του µε αυτή της µέρσινας και του βασιλικού σε µια σιωπηλή προσευχή
και συνάµα παράκληση προς στη Παναγιά την φύλακα και προστάτιδα της Άµαξος.
Την επαύριο πρωί-πρωί, καβάλα στο γαϊδουράκι του, ερχόταν ο παπάς από το Καµµένο-
Χωριό µε την συνοδεία του καντηλανάφτη του, που εκτελούσε και χρέη ψάλτου αλλά
και επιτρόπου υπεύθυνου για τα κεριά και για τα λάδια που έφερναν οι πιστοί για το
άναµµα των καντηλιών. Πλήθος από «λειτουργίες» και άρτους πρόδιδε µια ευηµερούσα
περιφέρεια χωρίς κανένα σηµάδι για τον µαρασµό στον οποίο έµελε να περιέλθει ύστερα
από µια-δυο δεκαετίες. Κι όσο ανέβαινε ο ήλιος, τόσο και πλήθαιναν οι πανηγυριώτες
που κατέφθαναν πεζή ή µε τα υποζύγιά τους από τις γύρο «εξοχές» και τα χωριά. Πολλοί
από τους άρρενες προσκυνητές έρχονταν µε την κυνηγετική τους στολή, τα όπλα και τα
κυνηγετικά σκυλιά τους, συνδυάζοντας τον εκκλησιασµό τους µε µια βόλτα κυνηγιού
µπας και βγάλλουν κάνα ορτύκι ή καµµιά πέρδικα, που ήταν άφθονες στην περιοχή.
Άλλωστε, λίγα χιλιόµετρα πιο πέρα από την Άµαξο, στην Παρακλησσιά, η Παναγιά, που
γιορτάζει την ίδια µέρα µε την Παναγιά την Αηδονιάτισσα, είναι γνωστή και σαν
«Αρτικού» ή «Αρτικοπαναγιά» υποδηλώνοντας ότι η περίοδος του πανηγυριού της είναι
αυτή κατά την οποία «πέφτουν» τα ορτύκια.
Ο χώρος γύρο από την Παναγιά, µε τις ευρύχωρες και «καµπίσιες» πεζούλες του,
προσφερόταν για ένα άνετο «πάρκινγκ» των υποζυγίων κοντά στο κορµό κάποιας ελιάς.
Στις πιο κοντινές του ναού πεζούλες στρώνονταν «χραµέλια» στις άκρες των πεζούλων
κι εκεί µπορούσαν να ξαποστάζουν οι γεροντότεροι µια και τα καθίσµατα ήταν λιγοστά
κι οι πάγκοι ανύπαρκτοι. Κι εκεί γύρο από τους χώρους αυτούς της ξεκούρασης
σχηµατίζονταν µικρά και µεγάλα πηγαδάκια προσκυνητών που είχαν ήδη προλάβει να
ανάψουν ένα κερί στη χάρη της Παναγιάς και τώρα απολάµβαναν τις κοινωνικές
φιλοφρονήσεις.
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 77
Με το τέλος της λειτουργίας ακολουθούσε η αρτοκλασία, που άλλοτε γινόταν µέσα κι
άλλοτε έξω, στον περόβολο του ναού, και τέλος εψάλετο επιµνηµόσυνη δέηση για την
ανάπαυση των κεκοιµηµένων Αµαξιωτών και όχι µόνο. Και µε το «δι ευχών» γέµιζε
ζωντάνια όλος ο χώρος, µε χειραψίες και χαιρετισµούς που συνόδευαν τα «Χρόνια
Πολλά» και τα κεράσµατα πήγαιναν κι έρχονταν. Κι όταν καταλάγιαζε αυτό το
πανδαιµόνιο της χαράς, πολλοί κατευθύνονταν προς το καφενείο της κυρά-∆έσποινας για
ένα καφέ και λίγο κρύο νερό. Πολλοί ήσαν κι εκείνοι που αποδέχονταν τη πρόσκληση
των παραθεριστών της Άµαξος να περάσουν το υπόλοιπο της µέρας τους κοντά των, στο
πύργο των. Οι ντόπιοι µερακλήδες συνέχιζαν την παρεούλα τους στο καφενείο της
∆έσποινας, και σιγά-σιγά όταν πια στέγνωναν τα κουπάκια του καφέ τους, έβαζαν και
ένα πενηνταράκι για να χαιρετήσουν την επέτειο. Και σιγά-σιγά το ένα πενηνταράκι
έφερνε το άλλο για να αρχίσει το τραγούδι και να κληθεί η Παληοχωριανή µουσική και
να συνεχιστεί το γλέντι µέχρι αργά το βράδυ.
Άλλες θρησκευτικές εκδηλώσεις
Το πανηγύρι της Αηδονιάτισας συναγωνίζετο σε αίγλη και κοσµοσυροή αυτό του Αη
Γιάννη, στα Φλίπια, που γιορτάζεται στις 29 Αυγούστου προς τιµή και ανάµνηση της
αποτοµής της κεφαλής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόµου. Ακόµη και σήµερα το
πανηγύρι αυτό είναι πόλος έλξης για πολλούς προσκυνητές από τα γύρο χωριά µια και
υπάρχει πρόσβαση (µέσω αγροτικών δρόµων) µέχρι το εκκλησάκι µε αυτοκίνητο τόσο
από το Καµµένο-Χωριό όσο και από τον εθνικό δρόµο Πλωµαρίου Ακρασίου µέσω
παρόδου στο ύψος του «Πεύκου του Λουβιάρ».
Τέλος, ένα άλλο πανηγύρι, που µάζευε όλους τους Αµαξιώτες, ήταν του Αγίου
Ευσταθίου. Αυτό το πανηγύρι είναι από τα νεώτερα της περιοχής, µια και
πρωτογιορτάστηκε το 1958 µετά την ανακαίνιση του παρεκκλησίου των Ταξιαρχών και
κατόπιν συναφιέρωσής του και προς τιµήν του Αγίου Ευσταθίου. Με το τρόπο αυτό
θέλησαν οι Αµαξιώτες να γιορτάζουν την ολοκλήρωση της παραθεριστικής περιόδου,
µια και για τους περισσότερους αυτή συνέβαινε να συµπίπτει µε το άνοιγµα των
δηµοτικών σχολείων στις 20 Σεπτεµβρίου.
Εκτός από τα τρία αυτά πανηγύρια, του Αη Γιάννη στα Φλίπια, της Αηδονιάτισας και
του Αγίου Ευσταθίου στην Άµαξο, ένα έθιµο που διατηρήθηκε µέχρι τις µέρες µας ήταν
η τέλεση λειτουργίας και στα εξωκκλήσια που δεν γιόρταζαν τους καλοκαιρινούς µήνες.
Έπρεπε κι αυτά να λειτουργηθούν και ως εκ τούτου να καθαριστούν, να ασβεστωθούν,
να τιµηθούν. Μ αυτό το σκεπτικό αλλά και λόγω κάποιου τάµατος, τελούντουσαν και
λειτουργίες στον Άγιο Αντύπα και στο µικρό εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννου του
Προδρόµου της Άµαξος καθώς και στο εξωκκλήσι των Αγίων Ταξιαρχών στην Κάτω-
Άµαξο.
Το εκκλησάκι του Αη Γιάννη του Προδρόµου της Άµαξος κτίσθηκε (σύµφωνα µε τις
σωζόµενες πληροφορίες) από την γιαγιά µου, Ειρήνη Αντωνίου Μαµάκου (το γένος
Ταταλιά). Ανακαινίσθηκε το 1956 µε χρήµατα οµογενών από την Ν. Αφρική κυρίως των
οικογενειών Μαµάκου και συγγενών µε επίβλεψη του πατέρα µου. Τα µετέπειτα χρόνια
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 78
το εκκλησάκι συντηρούταν µόνο ως προς τα απαραίτητες επιδιορθώσεις (φτειάξιµο της
σκεπής και των κεραµιδιών, της πόρτας, συντήρηση των τοίχων κλπ). Και αυτή ήταν η
µοίρα όλων των εξωκκλησιών, που ήταν αποτέλεσµα της δυσπραγίας όλης της περιοχής
Πλωµαρίου. Τελευταία όµως, ένας άνεµος ανακαίνισης έπνευσε στην περιοχή της
Άµαξος και όλα τα εξωκκλήσια της είναι χαρά οφθαλµών, διατηρούµενα καθαρά και
καλοσυντηρηµένα. Με εσωτερική διακόσµηση, µε σύγχρονες αγιογραφίες εικόνες»)
τοίχου τόσο στον κυρίως ναό όσο και στο άγιο βήµα. Με καινούργιους σκεπούς και κατά
το πλείστον µε καρφωτό κεραµίδι έτσι ώστε να αποφεύγονται οι ζηµιές από τα ατσίδια,
που είναι µια πραγµατική πληγή για τα κεραµίδια του παληού τύπου, που συναντάς σ
όλους τους παληούς πύργους και ντάµια της περιοχής. Σήµερα τα εξωκκλήσια της
Άµαξος (συµπεριµαβανοµένης και της Κάτω Άµαξος), είναι µικρές οάσεις ψυχής, όπου
µπορεί κανείς να ανάψει ένα κερί και να νοιώσει τό άγγισµα µιας ανείπωτης ηρεµίας,
που την ζωντανεύουν τα αηδόνια της Αηδονιάτισας, τα κοσσύφια των ρεµατιών, και τα
αµέριµνα πουλάκια της γύρο περιοχής συµπαρασύροντάς σε, σε µια συµπροσευχή και
συν-δοξολογία του Μεγάλου ∆ηµιουργού.
Το νεοανακαινισµένο εκκλησάκι των Ταξιαρχών στην Κάτω Άµαξο.
Άµαξος πενήντα χρόνια µετά
Πέρασαν τα χρόνια. Το ταξίδι της επιστροφής µου στην Άµαξο, σαν µια καινούργια
Οδύσσεια, δεν έχει τελειωµό. Ίσως γιατί προσπαθώ ακόµα να βρω τα σηµάδια που
άφησα τόσα χρόνια πριν· όσα δεν θάφτηκαν κάτω από την άσφαλτο του «εθνικού»
δρόµου Πλωµαριού-Αµπελικού· όσα δεν παραποιήθηκαν βάναυσα από τους πρόχειρους
αγροτικούς δρόµους που ανοίχτηκαν άναρχα εδώ κι εκεί· όσα δεν κρύφτηκαν στα
ρουµανιασµένα και διαβρωµένα από τη βροχή δυσκολοδιάβατα πια µονοπάτια της
εξοχής· όσα δεν µαντρώθηκαν µε περιφράξεις σύγχρονες µε «τέλες» και «αγκλάγια».
Ίσως γιατί, ερχόµενος πια µε το αυτοκίνητό µου µέχρι και το κτήµα του πύργου µας δεν
προλαβαίνουν να ξεδιπλωθούν στο αυτοκινητο-διάβα µου οι συµπιεσµένες στην µνήµη
µου παιδικές µου αναµνήσεις· γιατί δεν µπορώ έτσι να αφουγκραστώ το καλωσόρισµα
των αηδονιών, το θρόϊσµα των πλατάνων της λαγκαδιάς. Και µόνο όταν αφήνω πια το
αυτοκίνητο µου και παίρνω την ανηφόρα για το πύργο και το κτήµα, αρχίζω να ψηλαφώ
ένα-ένα τα σηµάδια που έµειναν ανεξίτηλα στο χρόνο, άλλοτε θαµµένα σε
καταγκρεµισµένες πεζούλες χαλάστεριες»), άλλοτε σε σάπιους πασάλους περίφραξης,
άλλοτε στο µισογκρεµισµένο φούρνο µας, στον παραµεληµένο πύργο µας, στο
ερειπωµένο τζάκι της αυλής µας. Κι άλλοτε πάλι, τα βρίσκω ζωντανά στο ψηλόκορφο
κυπαρίσσι που είχα φυτέψει µε τον πατέρα µου πάνω από τον πύργο µας, στον πεύκο που
αναστήσαµε µε τον αδερφό µου, στα αποµεινάρια της αυγοσυκιάς που σκίαζε την
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 79
κρεββατοκάµαρα της γιαγιάς, στον κάγκελο όπου υποδεχόµουνα και γλύκαινα τα
µουλάρια και τα γαϊδούρια µας µε τα περισσεύµατα των φρούτων και λαχανικών. Αυτά
εδώ δεν τάγγιξε ο χρόνος. Σε καλούν να πάρεις την «γκατσουρίδα», να την κάνεις
µπαστούνι σου και µε τη βοήθειά της να ανέβεις την απότοµη πλαγιά, να κόψεις ένα
σύκο, να κόψεις µια κορφή ρίγανης να την σιγοτρίψεις µαλακά λίγο στη παλάµη σου και
να µεθύσεις από την ευωδιά της. Και ακοµη, να κατέβεις προς στο µπαχτσέ, να βρεις
κανένα αποµεινάρι δαµάσκηνο ή ροδάκινο, να περιχυθείς το χυµό τους και µετά, να
τρέξεις στη «µάννα» του νερού να ξεπλυθείς και να σβύσεις τη δίψα σου.
Η Άµαξός µου είναι εδώ, έτοιµη να νεκραστηθεί. Έτοιµη να υποδεχτεί τον επισκέπτη
της, τα παιδιά της. Έτοιµη να φιλοξενήσει νέα κοπάδια από πέρδικες και αηδόνια για να
γιορτάσουν µαζί µου µια καινούργια αρχή. Έτοιµη να δεχτεί την προστασία µου από τα
κάθε λογής φυτοφάρµακα, λύµµατα και αλόγιστη χρήση των αγαθών της. Έτοιµη να
δεχτεί τον εθελοντή αγροφύλακά της, που θα τη βοηθήσει να γίνει και πάλι µια όαση
ψυχικής ανάτασης και σωµατικής ξεκούρασης.
Σε µια βουνοπλαγιά στην Άµαξο κατά την Άνοιξη.
Η Άµαξός µου είναι παντού, σε κάθε βουνό της περιφέρειας του Πλωµαριού. Είναι
ακόµα ανέγγιχτη από τον τουρισµό, ξεχασµένη από τους ανθρώπους αλλά ακόµη
θεοφύλλακτη, παρθένα. Περιµένει το καθένα µας, να µας φιλοξενήσει και να
συµµεριστεί µαζί µας τις οµορφιές της και τ αγαθά της. ∆εν µένει παρά να το
τολµήσουµε να την ερωτευτούµε.
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 80
Άη Γιάννης: Άµαξος 2010
Τόχουµε πια καθιερώσει. Κάθε καλοκαίρι, που µαζευόµαστε οι σκορπισµένοι φίλοι όπου
γης και σµίγουµε µε τους φίλους και γνωστούς µας, αυτούς που στάθηκαν πιο τυχεροί
και µένουν µόνιµα στο χωριό µας, δίνουµε το ραντεβού µας στον Άη Γιάννη, στη Άµαξο.
Σε µια θεία λειτουργία, σ ένα ευχαριστήριο προσκύνηµα και µια κοινωνική συνεύρεση
στον µικρό περίβολο-πεζούλα, του Άη Γιάννη της Άµαξος στη δροσιά των δύο-τριών
πεύκων που τον συντροφεύουν. Η διαδικασία της µάζωξής µας απλή. Ορίζεται η
ηµεροµηνία του προσκυνήµατος, αφού εξασφαλίσουµε την διαθεσιµότητα του ιερέα της
ενορίας του Αγίου Νικολάου Πλωµαρίου, και στόµα µε στόµα µεταδίδεται η πληροφορία
και η πρόσκληση µεταξύ γνωστών και φίλων. Η προετοιµασία, κι αυτή απλή. Λίγα
αναψυκτικά, µπουκάλια εµφιαλωµένου νερού καλά στιβαγµένα σέ µια ψυγειοτσάντα
(coolbag) εφοδιασµένη µε τις κατάλληλες παγοκύστες. Ένα µικρό καµινέτο υγραερίου,
ένα µπρίκι κι ένα κουταλάκι του γλυκού, ζάχαρι και καφές Ελληνικός και λίγα
κουλουράκια από τον φούρνο ή το ζαχαροπλαστείο είναι όλα κι όλα τα εφόδια µας. Σ
αυτά δεν ξεχνώ να προσθέσω και το πρόσφορο για τη θεία ευχαριστία αλλά και πέντε
«άρτους» για την καθιερωµένη αρτοκλασία. Το πρόσφορο και οι άρτοι πρέπει να
παραγγελθούν στον φούρνο την προηγουµένη και κάποιος από µας αναλαµβάνει αυτή
την υποχρέωση. Τις περισσότερες φορές, οι «λειτουργίες» (τα πρόφορα) αλλά και οι
«άρτοι» είναι περισσότεροι µια και πολλοί θέλουν προσφέροντάς τα να εκφράσουν την
τιµή, την ευχαριστία και την δέησή τους στον Άη Γιάννη.
Το εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννου στην Άµαξο
Το πρωί, τη µέρα του προσκυνήµατος, παρέες-παρέες, µε τα ΙΧ µας (τα σύγχρονα
γαϊδουράκια και µουλάρια µας), µαζευόµαστε στον Άγιο και αφού παρκάρουµε κοντά
στο εκκλησάκι, ανηφορίζουµε την όχι και τόσο ευκαταφρόνητη πλαγιά, που το χωρίζει
από τον ασφαλτοστρωµένο δρόµο. Με το «ευλογητός», οι καλλίφωνοι αναλαµβάνουν το
ψαλτήρι, ενώ άλλοι εκτελούν χρέη καντηλανάφτη και επιτρόπου σε µια συλλογική
προσπάθεια, που βγαίνει αυθόρµητα απ όλους τους συµµετέχοντες, µικρούς και
µεγάλους. Σιγά-σιγά το ψαλτήρι αρχίζει και συνοδεύεται από όλο και περισσότερο µέρος
του εκκλησιάσµατος και παίρνει τη µορφή µια οµαδικής χορωδίας που εκτελεί µε
πραγµατική µαεστρία το χειρουβικό, τα λειτουργικά και το κοινωνικό σου Σακελαρίδη
σε ήχο πλάγιο τέταρτο. Η ατµόσφαιρα κατανυκτική, που σε κάνει να σ αγγίζουν οι ευχές
που διαβάζει ο ιερέας και να νοιώθεις το µεγαλείο της κοινωνίας ζωντανών και
πεθαµένων.
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 81
Με το τέλος της θείας λειτουργίας, της αρτοκλασίας και της µνηµόνευσης των
κεκοιµηµένων, η προαύλιος πεζούλα του ναού παίρνει τη µορφή ενός σαλονιού σε
γιορτινή εκδήλωση. Οι καφέδες, τα αναψυκτικά και τα νερά συνοδεύουν τον άρτο, τα
κόλυβα και τα κουλουράκια σεκοντάροντας τις συζητήσεις µεταξύ µας, που µας
επιτρέπουν µια φρέσκια αλληλοενηµέρωσή µας και την κοινοποίηση των
προβληµατισµών µας οι περισσότεροι των οποίων αφορούν το Πλωµάρι µας, τα
οικογενειακά µας, τη γενικότερη κατάσταση. Συγχρόνως όµως, ανανεώνουµε και το
επόµενο ραντεβού µας και τις ελπίδες µας για το κάτι καλλίτερο για το τόπο µας και για
όλους µας. Είναι αυτό το ραντεβού που θα µας κρατά σε συνεχή εγρήγορση για
ολόκληρο χρόνο, µέχρι την επόµενη επίσκεψή µας στο Πλωµάρι.
Άµαξος, καλοκαίρι-2009 : SOS
Μεσ σε λαγκάδι έκλαψα
και µούπε έν αηδονάκι
σώπα βρε µερακλίδικο
έχω κι εγώ µεράκι.
(Ανωνύµου)
Σε αντίθεση µε ό,τι έκανα κάθε καλοκαίρι, φέτος η βόλτα µου στην Άµαξο ήταν
βιαστική µια και η παραµονή µου στο Πλωµάρι ολιγοήµερη. Η βόλτα µου ήταν
«προσκυνηµατική» στα «’µέτερα» για ένα δρόσισµα ψυχής και πνεύµατος, για µια
επαναβεβαίωση του έρωτά µου µε τα µέρη των παιδικών µου βιωµάτων. Αφού άναψα
ένα κερί στην Αηδονιάτισα, µε το αυτοκίνητο προχώρησα σιγά-σιγά πιο µέσα προς το
κτήµα µας. Πήγα πρώτα κατ ευθείαν προς τον Άγιο ∆οντά (Άγιο Αντύπα) να ανάψω
ένα κερί στη χάρη του αλλά και να δω τα αποτελειώµατα του εξωκκλησιού αυτού µετά
την ολοκληρωτική καταστροφή που του επεφύλαξε το καταπλάκωµά του από το πέσιµο
του πεύκου που είχε τόσα χρόνια δίπλα του, στον περίγυρό του.
Η χαρά µου για την επιµεληµένη αναστήλωση του παρεκκλησιού, αµαυρώθηκε από την
εικόνα που είδα κατά µήκος της λαγκαδιάς από την Αηδονιάτισα µέχρι τον Άγιο ∆οντά.
Οι καρυδιές λιγοστές, οι πιο παληές εδώ και αρκετό καιρό ξηραµένες, και τα πλατάνια,
µικρά και µεγάλα όλα ανεξαιρέτως, κιτρινιασµένα λες και βίωναν ένα πρώιµο
φθινόπωρο. Στα πρόθυρα της ξηρασιάς και του αφανισµού τους παρά τα όχι-και-κακά
επίπεδα βροχής που είχαµε εφέτος στην περιοχή.
Με µιας, σκέψεις ανάκατες µε θυµό και οργή µου αλλάζουν τη διάθεση και χαρά της
επίσκεψής µου. Θυµήθηκα την παρόµοια κατάσταση που αντιµετώπισα µε τις καρυδιές
µας το 1979, όταν τις έβλεπα να ξηραίνονται η µια µετά την άλλη χωρίς κάποια προφανή
αιτία. Τότε, για να λύσω τον γρίφο αυτό της καταστροφής, πήρα χώµα κοντά από τις
ρίζες της κάθε καρυδιάς και το έστειλα για εξέταση στο Ίδρυµα Μπενάκη στην Αθήνα. Η
απάντηση που πήρα µε διαβεβαίωνε ότι η ξήρανση των καρυδιών οφείλετο στην
τοξικότητα του εδάφους. Η ανάκληση αυτής µου της εµπειρίας, µε κάνει να σκεφτώ ότι
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 82
φέτος φαίνεται να είχαµε µια αύξηση της τοξικότητας, για να συµπεριλάβει και τα
πλατάνια της λαγκαδιάς. Ίσως να είναι πράγµατι αυτός ο λόγος. Αλλά αυτή η σκέψη δεν
µε καθησυχάζει. Κι άλλες σκέψεις περνούν από το µυαλό µου. Μήπως άραγε έχει πιάσει
πάτο ο υδροφόρος ορίζοντάς της περιοχής από τα χιλιοτρυπήµατά της εδώ κι εκεί;
Μήπως άραγε υπάρχει κάποια χωµατερή που µπορεί να επηρέασε την περιοχή; Μήπως
τα χίλια-δυο ραντίσµατα µαζί µε τα αγριόχορτα αρχίζουν τώρα να κατατρώγουν και τα
στολίδια της λαγκαδιάς; Μήπως τα γύρο λύµµατα; Μήπως… (που τελειωµό δεν έχουν).
Ένα είναι σίγουρο. Ότι τα πλατάνια µε το κιτρίνισµά τους στέλνουν ένα SOS µήνυµα
σωτηρίας προς όλους µας. Μας ικετεύουν να τα βοηθήσουµε. Κι εγώ µε τη σειρά µου να
παρακαλέσω τους αρµόδιους φορείς να διερευνήσουν το θέµα και να προτείνουν την
λύση του πριν είναι πια αργά. Να ευελπιστώ ότι θα εισακουστώ;